Είδος: Black Metal
Χώρα: Ελλάδα
Εταιρία: Pulverized Records
Χρονιά: 2015
Μπορεί να υπάρχουν από το 2007 οι Awe (σύμφωνα με το promo note), αλλά ουδείς πέραν των ιδίων δεν ήξερε για την ύπαρξη της μπάντας πριν τη φετινή χρονιά. Τα μέλη της μπάντας διατηρούν την ανωνυμία τους, χωρίς να υιοθετούν καν ψευδώνυμα, γεγονός διόλου κατακριτέο στα πλαίσια της αισθητικής νοοτροπίας της μαυρομεταλλικής σκηνής – προσωπικά το επιθυμώ το μυστήριο στο black metal με το οποίο θα ασχοληθώ, όσο γραφικά ή μη κι αν υλοποιείται αυτό. Όπως και να έχει, κάποιοι θα τους θυμάστε από το πρόσφατο 3-way split “Moerae”, όπου έλαμψαν με το πρώτο κομμάτι (“Clotho”), παρουσιάζοντας ένα ακραίο και χαοτικό προσωπείο, με έμφαση στη διύλιση απόκοσμης μυσταγωγίας. Το ντεμπούτο τους, ονόματι “Providentia” (το οποίο κυκλοφορεί από την Pulverized Records και κοσμείται από μια καταπληκτική δουλεία των Viral Graphics) είναι ουσιαστικά και αυτό που θα κρίνει το κατά πόσο η έκπληξη του split μπορεί να διατηρήσει το θετικό πρόσημό της.
Ξεκαθαρίζω εξ’ αρχής ότι η οικειοποίηση του άλμπουμ είναι δύσκολη διαδικασία, λόγω της αντισυμβατικής και πολυεπίπεδης συνθετικής και ηχητικής δομής του. Το “Providentia” δείχνει τη μπάντα να επιμένει σε μακροσκελείς φόρμες, αποτελούμενο από 3 μόλις κομμάτια/πράξεις, έκαστο κινούμενο σε χρονική διάρκεια άνω των 15 λεπτών. Τα riffs εδώ δεν έχουν το συμβατικό ρόλο του οδηγού που θα σε ξεναγήσει με σταθερό χέρι εντός του οικοδομήματος• κοινώς σε λίγα σημεία αποτελούν την ραχοκοκαλιά της μουσικής (το “Actus Secundus” στην έναρξή του να είναι μια εξαίρεση). Αντιθέτως, ελίσσονται με ευλυγισία, εμφανίζονται κι εξαφανίζονται με ρυθμούς ασυνήθιστους για το παραδοσιακό είδος, φέρνοντας στο νου τόσο την τεχνοτροπία του “Fas – Ite, Maledicti, In Ignem Aeternum” των Deathspell Omega (χωρίς τόσες νεκρομεταλλικές παραφυάδες), όσο και τις πιο “intelligent” στιγμές της νορβηγικής σκηνής των late 90’s. Παρόλη τη δύστροπη δομή τους, οι κιθάρες είναι η κορωνίδα της κυκλοφορίας, και ο πρωταρχικός λόγος που αξίζει να επανέρχεσαι σε αυτήν μέχρι να τη χωνέψεις: αρτιοπαιγμένες, με σωρεία ποιοτικών ιδεών, δωσμένων με (ίσως υπερβολική) φειδώ – υπήρξαν φορές που θέλησα να ακούσω κάποιο riff να εξελίσσεται περαιτέρω, ή έστω να διαρκεί περισσότερο. Στις κιθαριστικές αφετηρίες ανιχνεύονται οι δυσαρμονικές ασκήσεις των Deathspell Omega (και κατ’ επέκταση των Ved Buens Ende), η μαεστρική και συνάμα ερπετική ευλυγισία των Dodheimsgard του δεύτερου δίσκου και του “Satanic Art”, αλλά και μια ανακουφιστική μελωδικότητα σε σημεία.
Όσον αφορά την παραγωγή, έχει γίνει πολύ καλή δουλειά, η οποία σίγουρα ξεπερνάει αυτό που θα περίμενε κανείς από ένα ντεμπούτο. Το μπάσο είναι ευδιάκριτο, τα τύμπανα ξεφεύγουν από τον συνήθη συνοδευτικό ρόλο, και τα ελάχιστα πλήκτρα (κυρίως στις ερημιές του πρώτου κομματιού) μονάχα προσθέτουν στην απόκοσμη αίσθηση που εκπέμπει ο δίσκος. Τα φωνητικά κινούνται στο πιο τραχύ και ρωμαλέο φάσμα του είδους, χωρίς να αποτελούν κάτι το τρομερό, ενώ σε σημεία, αν παρακολουθείς τους στίχους, αντιλαμβάνεσαι μια επιρροή από τον Mikko Aspa, ιδιαίτερα στο πως κάποιες συλλαβές καταπίνονται με έναν σχεδόν χυδαίο τρόπο. Στιχουργικά, ο δίσκος καταπιάνεται με την υπαρξιακή αναζήτηση μέσω φιλοσοφικού/μεταφυσικού πρίσματος, πέφτοντας εν μέρει σε κάποια αναμενόμενα ορθόδοξα κλισέ, αλλά με τη ζυγαριά να κλίνει συνολικά με ενδιαφέρον πρόσημο.
“Do we truly see inside the tangling of the threads, or simply associate one end with another” Αυτός ο στίχος θα μπορούσε να περιγράφει κατά κάποιο τρόπο το “Providentia”. Η αντισυμβατική φύση του, η έλλειψη εύληπτων αφετηριών για να εισέλθει στο δημιούργημα ο ακροατής, τον κάνει εν τέλει να αναρωτιέται κατά πόσο ακόμη και μετά από πλειάδα ακροάσεων, αντιλαμβάνεται την ουσία (εφόσον αυτή υπάρχει ως κάτι το κατανοητό) του δίσκου, ή απλά θα περιδιαβαίνει αέναα σε ένα μονοπάτι πλαισιωμένο από συνειρμικά είδωλα. Η αλήθεια είναι πως η αδυναμία εντοπισμού του πυρήνα του άλμπουμ, ακόμη και τώρα, μετά από αρκετές ακροάσεις, με κάνει να πιστεύω ότι χρειαζόταν κάποια συνοχή παραπάνω, γεγονός που αποτελεί και κατά βάση το μόνο μειονέκτημά του. Μεγάλο μέρος του δίσκου ίσως φανεί ως μια ελαφρώς ασύνδετη συλλογή ιδεών στον ακροατή που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με αυτόν, κάτι που όμως υποχωρεί με τη σταδιακή εντρύφηση. Εν τέλει έχουμε έναν στρυφνό δίσκο που αγγίζει πολύ ψηλά ποιοτικά επίπεδα έμπνευσης, και σίγουρα μια από τις καλύτερες φετινές κυκλοφορίες από τον ελληνικό και όχι μόνο χώρο.
5/6
by Athotep Nyarl