Είδος: Death Metal
Χώρα: Σουηδία
Εταιρεία: Peaceville Records
Έτος: 2018

Παραδόξως, οι Bloodbath ήταν από τις πρώτες death metal μπάντες που άκουσα ποτέ, και όχι οι υπερκλασικές μπάντες που υπήρχαν πριν από αυτούς, αφού αυτό συνέβη αρκετά αργότερα. Γι’ αυτό το λόγο, δίσκοι όπως οι “Nightmares Made Flesh” του 2004 και το “The Fathomless Mastery” του 2008 είναι συχνά στο playlist, τα οποία έχουν τις γκρούβες, και τα πιασάρικα χαρακτηριστικά της μπάντας, έχοντας καθαρό στυλ και τεχνική. Πολλά μεγάλα ονόματα της σκηνής έχουν περάσει από αυτό το σούπερ γκρουπ, που αυτή τη στιγμή έχει μέλη των Katatonia & Craft, όπως προφανώς και τον Nick Holmes των Paradise Lost στα φωνητικά.

Ποζάρει σα να στοχεύει με τη βαλίστρα στην κάμερα, ενώ ο δίσκος λέγεται “The Arrow of Satan Is Drawn”, ένας δίσκος με σημαντικά βελτιωμένο εξώφυλλο από το προηγούμενο στο “Grand Morbid Funeral” του 2014. Με το νέο δίσκο, δε θα υπάρξει ούτε ένας οπαδός των Bloodbath που να ξαφνιαστεί με την προσέγγιση των νέων κομματιών, που έχει και πάλι το συνδυασμό παραγωγής – αλυσοπρίονου, κλασικής ριφφολογίας και των growls του Nick Holmes.

Το τελευταίο μπορεί να είναι αποκλειστικός παράγοντας για πολλούς να ακούσουν το δίσκου (μην ξεχνάμε και τους Vallenfyre βέβαια) που έχει κάποιες καλές στιγμές σε ένα σύνολο με αρκετά σκαμπανεβάσματα, αφού η μπάντα δεν φτάνει σε ικανοποιητικά επίπεδα συνθετικής ποιότητας αυτή τη φορά. Αναφορές σε άλλα είδη είναι όσο ξεκάθαρες γίνεται, στη θρας εισαγωγή του “Deader”, η εντελώς hardcore δομημένη λούπα με το breakdown του “Bloodicide”, μερικές melodeath στιγμές στο “Morbid Antichrist”, ενώ το πρώτο κομμάτι “Fleischmann” είναι καθαρή Bloodbath επιτυχία.

Τόσο συμπαγής και δυνατή σε ένταση παραγωγή ίσως από μόνη της πείσει οπαδούς του death metal που δεν ψάχνουν και πολλά από το είδος, που κάνει τη μπάντα να μη χρειάζεται να προσπαθήσει καν. Όπως υπάρχουν σε καλά κομμάτια, τα αργά μέρη καμιά φορά διακόπτουν την ορμή του δίσκου, και κάποιες συνθέσεις είναι κάτω του μετρίου (βαρετά τα “Levitator” και “March of the Crucifiers”). Το “Wayward Samaritan” ας πούμε, βασίζεται σε ένα κοινότυπο riff ενώ προς το τέλος απλά παίζουν τα ίδια πιο αργά, σαν να ήταν σε πρόβα, εντελώς filler υλικό δηλαδή.

Μου άρεσαν οι στίχοι του “Grand Morbid Funeral” οριακά περισσότερο, αλλά τα ίδια επίπεδα γλώσσαν είναι και στους δύο δίσκους, παρόλο που δε θα σας απασχολήσει ιδιαίτερα αυτό το κομμάτι όπως θα συνέβαινε με παλιότερους δίσκους της μπάντας, όταν το υλικό ήταν πολύ πιο διασκεδαστικό. Αυτός ο δίσκος έχει καλές στιγμές, μερικές αδύναμες στιγμές, και σαν σύνολο είναι αδιάφορος σε σχέση και με το υλικό της μπάντας, αλλά και με τη σκηνή. Όμως, πάντα υπάρχουν πράγματα να γουστάρει κανείς σε ένα δίσκο των Bloodbath.

3/6