Όποτε βλέπω αφιερώματα στους B. O. C. κάτι με πιάνει και μειδιώ σαρκαστικά… Θες γιατί τα περισσότερα από αυτά περιστρέφονται γύρω από τα κλασικά άλμπουμ των 70s φτάνοντας το πολύ μέχρι το (εξαιρετικό μεν, όχι τόσο δυνατό στο songwriting συνολικά – θα εξηγήσω τι εννοώ, μη βαράτε) Fire of unknown origin, θες γιατί η δισκογραφία τους μετά από αυτό είναι σαν να μην υπάρχει… Τέλος πάντων, οι αδυναμίες και οι αγάπες δεν κρύβονται, οπότε θα γράψω για το δίσκο που παίζει για νιοστή φορά στο αυτοκίνητο και αποτελεί εδώ και καιρό έναν πραγματικό σύντροφο ζωής και, μαζί με το Imaginos του 1988, την πλέον σκοτεινή ηχητικά τους δουλειά.

Εντάξει, μετά από έντεκα χρόνια δισκογραφίας, μία πλειάδα κλασικών δίσκων, μία (σχετικά) πρόσφατη περιοδεία με τους Black Sabbath, ως απάντηση των οποίων πλασαρίστηκαν αρχικά, οι Blue Oyster Cult ήταν household όνομα. Η δε επιτυχία του προηγούμενου δίσκου τους οδήγησε στην αναζήτηση παρόμοιας φόρμουλας για τον επόμενο, οπότε το Νοέμβριο του 1983 κυκλοφορούν το The Revolution by night, χωρίς τον Albert Bouchard και με παραγωγό τον Bruce Fairbairn αντί του Sandy Pearlman, ο οποίος ανέλαβε -ανεπίσημα- τη μίξη.

Δεν θα σταθώ στα προφανή σουξέ του δίσκου, τα Take me away και Shootin Shark, οι θέσεις τους στα billboard της χρονιάς λειτουργούν ως τεκμήρια από μόνες τους (αν και το μπάσο και το σαξόφωνο στο δεύτερο είναι τουλάχιστον για σεμινάριο). Το Eyes of Fire είναι ένα υπέροχο ερωτικό τραγουδισμένο, όλως παραδόξως, από τον Eric Bloom που, κατά κανόνα, αναλάμβανε τα πιο σκληρά τραγούδια του γκρουπ (αν και όχι πάντα) και ερμηνεύει με τρόπο μοναδικό την έλλειψη και την επιθυμία για το αγαπημένο πρόσωπο… Στα Veins και Shadow of California (ειδικά στο δεύτερο) το σχήμα παικτικά ξεσαλώνει ισορροπώντας μεταξύ εύληπτων θεμάτων και ευρηματικών, αυτοσχεδιαστικών σχεδόν, αλλαγών (το κόψιμο στο Shadow of California και το τζαμάρισμα και η επιστροφή στο αρχικό θέμα, φερ’ ειπείν), υπηρετώντας πάνω απ όλα τη σύνθεση. Τα ηχοτοπία σκοτεινιάζουν ακόμα περισσότερο στο πλέον σκληρό τραγούδι του άλμπουμ, το αγαπημένο του γράφοντος, το φοβερό Feel the Thunder, όπου riffs και leads απλά σκοτώνουν, ενώ το επόμενο, το Let Go, μια αλλαγή από αυτές που μόνο σε δίσκους του σχήματος βλέπει κανείς, είναι ένα χορευτικό coolness όπου ο Eric Bloom σε πληροφορεί για το potential της μπάντας (you can be whatever you wanna be, you got the power, we got the key). Το αουτσάιντερ (ας έγραφαν κι άλλοι τέτοια αουτσάιντερ) Dragon Lady είναι καθαρή υπόθεση φωνητικών και κιθάρας Buck Dharma που κερδίζει από τα αποδυτήρια, ενώ το Light Years of love κλείνει ως ένα όμορφο relief tune ένα μάλλον παραγνωρισμένο διαμάντι της B. O. C. δισκογραφίας. Σύμφωνοι, εδώ δεν υπάρχει ένα Joan Crawford ή, πολύ περισσότερο, ένα Veteran of the Psychic Wars, θεωρώ, ωστόσο, ότι πρόκειται για έναν δίσκο που βασίζεται στα τραγούδια του συνολικά και όχι ως μονάδες (το Shootin Shark ας πούμε μου αρέσει περισσότερο από το Burnin for you, αλλά εγώ είμαι και περίεργος). Πρόκειται για μια επιτυχημένη μεν, πιότερο βελτιωμένη δε, συνταγή που τους βγήκε τόσο στο επόμενο όσο και (ακόμη περισσότερο) στο μεθεπόμενο άλμπουμ τους. Αλλά για αυτά θα επανέλθουμε…