Last Updated on 07:44 by Giorgos Tsekas
Δούλευε χρόνια στο βιβλιοπωλείο κοντά στην οδό Ευριπίδου. Είχε διαβάσει τόνους βιβλίων, πολλά από αυτά ξανά και ξανά και ταξίδευε μέσα στις σελίδες τους. Η μυρωδιά τους δε, φάνταζε σαν το πιο γλυκό άρωμα που θα φορούσε η γοητευτικότερη γυναίκα του κόσμου και τον μεθούσε αναβλύζοντας έντονες αναμνήσεις κάθε φορά που η χαρτούρα έμπαινε στα ρουθούνια του. Η καλύτερη δουλειά του κόσμου πλήρωνε πολύ λίγα, αλλά αρκετά για έναν φουκαρά φοβητσιάρη, ώστε να χαζοσυντηρήσει το διαμερισματάκι του στη Ρήγα Φεραίου 27 στην Καλλιθέα. Κάπου-κάπου του επέτρεπε να κατηφορίζει και προς τον αριθμό 4 της οδού και να πληρώνει μια μισάωρη εκτόνωση των επιθυμιών του και ταυτόχρονα μια τόνωση του ανδρισμού του.
Ο Σήφης είχε δει πολλά στη ζωή του. Η πλατεία είχε συγκεντρώσει όλες τις φυλές του Ισραήλ και δεν αναφέρομαι στην εθνικότητα των περαστικών η των θαμώνων η αυτών που κάνανε τα ντήλια επί της Κουμουνδούρου αλλά στη πάστα όλων των παραπάνω. Από γιατρούς που πάλευαν για ένα καλύτερο σήμερα για τους δυστυχισμένους που αναλάμβαναν, από κλεφτρόνια, από επαρχιώτες που είχαν σημείο συνάντησης το μέρος, φραγκάτους που θέλαμε να φάνε τη λαϊκή μπριζόλα τους στον Τέλη, από Σομαλούς που πουλάγανε πρέζα και κυνήγαγαν με τσεκούρια τους κινέζους γιατί φέρνανε την μπατσαρία στην πιάτσα με τα φτηνιάρικα ηλεκτρονικά που πουλάγανε παράνομα, από τους ψαράδες που βγαίνανε από την Αθηνάς και βάζανε τους Αλβανούς στα μαγαζιά τους να τα δουλέψουμε για να μην βρωμάνε οι ίδιοι ψαρίλα, από τους χασάπηδες της Βαρβάκειου και τους πελάτες τους, από τους καμένους από τον τζόγο που παίζανε και το τελευταίο ευρώ τους στο ετοιμόρροπο ΠΡΟΠΟ στην γωνία, από τον καφετζή απέναντι με την πιο βρώμικη τουαλέτα-αποχωρητήριο στον κόσμο, τους φοιτητές που φτάνανε από το Θησείο ή το Μοναστηράκι για να βρουν ένα καλό και φτηνό βιβλίο, από τον Πατησιώτη που έκλεβε τα χάπια από τις γκάγκαρες γριές και τα πουλούσε στους φτωχούς τοξικομανείς, από τις οροθετικές που πέντε ευρώ σου έφταναν για να πας μαζί τους, από νοικοκυραίους φασίστες μαγαζάτορες, από εμπόρους, Πακιστανούς φανατικούς πασόκους και από μπάτσους που κοίταζαν άλλου για να μην φάνε ξύλο από τις συμμορίες και γράφανε με μίσος όσους δεν φορούσαν κράνος. Εδώ είχε δει τους Συριζαίους από δυο τοις εκατό να γίνονται κυβέρνηση… είχε δει πολλά αλλά …αλλά, αυτό το ‘αλλά’. Κεφάλι δεν σήκωνε να ζητήσει μια αυξησούλα ή έστω ένα πιο ανθρώπινο ωράριο. Και χώνονταν στα βιβλία για να ξεχάσει τη μιζέρια που ρουφούσε κάθε μέρα ανάμεσα στα μπαχάρια και τις μυρωδιές της Ανατολής που έκαναν την Αθήνα πόλη πολυπολιτισμική ένα μούλτι – κούλτι χωνευτήρι και την ταυτοποιούσαν σαν ένα σημαντικό και ‘πικάντικο’ (με βάση τη μυρωδιά των μπαχαρικών που πλημμύριζαν το κέντρο της) σταυροδρόμι νοτιανατολικά του κόσμου.
Στο βιβλιοπωλείο ανάμεσα στην αλληλογραφία συναντούσε πολλά γράμματα πελατών, φανατικών αναγνωστών που του έστελναν την γνώμη τους για διαφορά βιβλία και τους ήρωες αυτών. Δεν κριτίκαραν τη γραφή η το βιβλίο καθεαυτό, αλλά συνομιλούσαν με τους ήρωες των βιβλίων, ή καλύτερα μιλούσαν για τους ήρωες ως αυτοί να ήταν υπαρκτά πρόσωπα. Αν και η κατάσταση δεν είχε λογική μιας και ένιωθε να απολογείται για τα φανταστικά πρόσωπα που πρωταγωνιστούσαν στις σελίδες των βιβλίων και για τις αποφάσεις τους και τις επιλογές τους, στην πραγματικότητα τίποτα από αυτά δεν συνέβαινε, αφού τα γράμματα, άρα και τα ερωτήματα, έμεναν αναπάντητα από μεριάς του. Άλλη μια φορά που η φοβικότητα του, του αρνιόταν να έχει φωνή. Να πει όσα είχε μέσα του. Να νιώσει πως ήταν σημαντικός και πως η γνώμη του μετρούσε, έστω σε όλους αυτούς τους που του γράφανε. Αλλά σήμερα κάτι άλλαξε, κάτι ξύπνησε μέσα του. Φαίνεται δεν άντεξε άλλο την υποταγή σε όλους και σε όλα. Το στήθος του έβραζε και είχε Διάολε μια έντονη επιθυμία να χορέψει σαν τρελός. Λαχτάρα και καημό. Έτσι τούτη την μέρα ξεκίνησε να γράφει το γράμμα απάντηση με παραλήπτες όλους όσους του είχανε στείλει έστω μια φορά μια επιστολή ή γράμμα, μα πιο πολύ απευθυνόμενος προς τον δειλό του εαυτό:
“Αγαπητέ μου φίλε,
Βαρέθηκα τους ήρωες. Τους δήθεν ήρωες. Που δεν έκαναν ποτέ τους κάτι το επαναστατικό. Τι σόι ήρωες είναι αυτοί θα ´θελα να ήξερα; Δεν θέλω να ξαναδιαβάσω την ιστορία κανενός σπουδαίου και μεγάλου που τον βάπτισαν τρανό αυτοί που μας κρατάνε νάνους. Δεν θέλω να παραδειγματιστώ από κανέναν φτωχοδιάβολο που τα έφερε βόλτα κουτσά στραβά, ούτε από έναν ακόμα πικαρo. Δεν θέλω ούτε αλληγορίες Ούτε σπουδαία μηνύματα. Κρυφά και φανερά. Δεν θέλω μοναχικούς καβαλάρηδες και αυτόνομους τιμωρούς σύγχρονους vigilante της άγριας δύσης. Ούτε πιστεύω στις παρέες που αλλάζουν τον κόσμο. Κινήματα θέλω, ομάδες, φράξιες και οργανώσεις. Όπου οι ήρωες αυτών πρέπει να είμαστε εμείς. Εσύ και εγώ. Χωρίς να είμαστε παρέα με την έννοια της φιλικής ομήγυρης. Μας ενώνουν τόσα που δεν χρειάζεται να συναναστρεφόμαστε σε καθημερινή βάση για θεωρούμαστε φίλοι. Ούτε έχουμε ανάγκη ένα μυστικό ή ένα έγκλημα να μας ενώσει γύρω από τον κοινό σκοπό. Έχουμε ούτως ή άλλως τις παρόμοιες και στοιχειωμένες ζωές μας, που είναι γεμάτες από ανεκπλήρωτες επιθυμίες, μεγάλες λύπες και συμφορές. Και δεν ψάχνω από κάπου να πιαστώ. Έναν θεό να πιστέψω. Μου αρκεί να πιστεύω σε μένα αλλά και συ να πιστέψεις στον εαυτό σου. Σε σένα. Τι ωφελεί η ταύτιση με πρωταγωνιστές μυθοπλασιών; Ψάξε να βρεις τους αληθινούς που δεν έχασαν την επιθυμία, που δεν κουράστηκαν από την οργή, που δεν τους σκότωσε η πολλή ματαίωση, που δεν σκότωσαν την ελπίδα.
Βαρέθηκα να διαβάζω και για γαμημένους αντί-ήρωες. Χαμένους από χέρι, χτυπημένους από την μοίρα, γεννημένους να ηττηθούν, απόκληρους, αουτσάιντερ, καταδικασμένους, που βλέπουν τη ζωή από την κλειδαρότρυπα, Δον Κιχωτηδες που πολεμάμε ανεμόμυλους , που ζουν για τον ωραίο αγώνα κι ας ξέρουν το εκ των προτέρων πως το αποτέλεσμα είναι εναντίον τους και αντιπροσώπους μειονοτήτων μέσα σε τεχνητά κατασκευασμένες πλειοψηφίες. Που διαφέρουμε αλήθεια; Μια μεγάλη πλειοψηφία είμαστε όλοι μας, όλοι εμείς το 99% των ανθρώπων της γης που θα ζήσει στην ανωνυμία και την φτώχεια και θα παράγει τον πλούτο της επώνυμης ελίτ. Εξαθλιωμένοι και εξαρτημένοι σαν τους συνάνθρωπους μας που νοσούν για μια δόση ναρκωτικού, που θα τους απαλύνει τον πόνο και εφήμερα θα τους λυτρώσει είμαστε και μείς. Εθισμένοι μέχρι το κόκκαλο όλοι μας, από κάθε λογής πάθη, τζόγο, πορνό, τηλεόραση, τσιγάρο σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, αλκοόλ και πάνω από όλα άκρατο καταναλωτισμό. Δεν αποτελούμε παρά μια άμορφη μάζα ανθρώπινης σάρκας που δεν ξεχωρίζει ούτε η θρησκεία, ούτε το χρώμα του δέρματος μας, ούτε η σεξουαλικότητα μας, μέσα στον κιμά που πετσοκόβει η μηχανή, το σύστημα. Μια άμορφη μάζα που φοβάται το διαφορετικό και ενίοτε λειτουργεί είτε σαν όχλος είτε σαν υποχείριο. Και κυρίως φοβάται τον ίδιο της τον εαυτό και ότι της τον θυμίζει. Που να βρούμε χρόνο να νιώσουμε σπουδαίοι και δυνατοί ανάμεσα στην διαφορετικότητα την πολυμορφία και την ανεκτικότητα. Μοιραζόμαστε την φτώχεια μας με κανόνες ζούγκλας επιβάλλοντας την ελάχιστη δύναμη μας εκεί που μας παίρνει και αδιαφορούμε αν έτσι βάζουμε νερό στο μύλο που μας αλέθει το παρόν και το μέλλον μας. Βαρέθηκα να δικαιολογώ τα πάντα. Βαρέθηκα εμένα και την αναβλητικότητα όχι της γενιάς μου αλλά της τάξης μου. Της τάξης μας.
Θέλω να πάω ξανά στο σχολείο και να με διδάξουν για τον κάπταιν Μίσιον και τη Λιμπερτάτια,, θέλω να μάθω την ιστορία των απεργών στη Σύρο, θέλω να μάθω τα ονόματα αυτών που κουβάλησαν τις πέτρες στις πυραμίδες και αυτών που πέθαναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης γιατί ήταν τσιγγάνοι, ομοφυλόφιλοι, Εβραίοι και κομμουνιστές και τα ονόματα των γυναικών που σκοτώνονται καθημερινά στο Μεξικό και αυτών των ψυχών που δέρνουν και βιάζουν ανίκανοι άντρες. Να δω μια ταινία του Αϊζενστάιν σε prime time στην τηλεόραση και ένα ντοκιμαντέρ για τους ναυτικούς της Κρονστάνδης σε ιδιωτικό κανάλι. Θέλω να ανοίξω τα παραθυρόφυλλα και να δω κόσμο να χαμογελά στους δρόμους, όχι επειδή μπήκε ένα γκολ αλλά γιατί νιώθει ελεύθερος. Θέλω να μιλάει ο κόσμος στα καφέ για μια θεατρική παράσταση και να πλακώνεται για ποίηση. Ποίηση ρε μαλακες σαν αυτή που τραγουδιέται σε πανκ ρυθμούς και μιλάει για την λαχτάρα να χορέψεις μέσα σε ασφαλίτικα μπουντρούμια, μέσα σε ψυχιατρεία, μέσα σε όνειρα και αυταπάτες, μα πιότερο θέλω να χορέψω στον τάφο αυτών που μας κρατάνε δέσμιους και δούλους και τις ζωές μας μικρές, άχρωμες και ζοφερές. Αντί χαιρετισμού αυτό:
Θέλω να χορέψω πάνω στα χαμόγελά σας
μέσα στα όνειρα και μέσα στα μυαλά σας
Θέλω να χορέψω πάνω στα λάβαρά σας
στα υποκριτικά τα βλέμματά σας
Θέλω να χορέψω στους κρυφούς σας πόθους
πάνω στους πιο γλυκούς σας νόμους
Θέλω να χορέψω πάνω σ’ εκκλησίες
στις αδυναμίες και σε αμηχανίες
Θέλω να χορέψω μέσα στα ψυχιατρεία
σε θαλάμους αερίων και σε αστικά λεωφορεία
Θέλω να χορέψω σ’ ασφαλίτικα μπουντρούμια
και βαθιά υπαλληλικά λαγούμια
Θέλω να χορέψω για πεθαμένες αγάπες
για των ψηφοφόρων τις αυταπάτες
Θέλω να χορέψω για κομματικούς αγώνες
και για του πάθους τους θαμώνες
Θέλω να χορέψω για τους κυνηγημένους
για του ονείρου τους εγκλωβισμένους
Θέλω να χορέψω για τους μορφωμένους
για νικητές και ηττημένους
Θέλω να χορέψω για τους πολεμιστές
για της αμφίβολης ζωής τους εραστές.
Εγώ είμαι ο χορευτής της δικής σου αμαρτίας
Είμαι ο δολοφόνος της καθημερινής σου προδοσίας
Είμαι ο θεριστής του μίσους που σπέρνεις
Είμαι ο δήμιος του εγωκεντρισμού σου.
Εγώ είμαι ο τυφλός ζητιάνος που φτύνεις
Εγώ είμαι η πόρνη που με χιλιάρικα γδύνεις
Εγώ είμαι η ομίχλη μέσα στο μυαλό σου
Το ρεύμα της ηλεκτρικής καρέκλας σου.
Είμαι προϊόν της νοσηρής σου φαντασίας
Είμαι προϊόν της νοσηρής σου φαντασίας”