Diabolicum – IA Pazuzu (The Abyss Of The Shadows)
Είδος: Black Metal
Χώρα: Σουηδία
Εταιρία: Code666 Records
Χρονιά: 2015

Ποιος θυμάται αυτούς τους Σουηδούς και το τρομερό “The Grandeur of Hell (Soli Satanae Gloriam)“ ντεμπούτο του 1999; Ελάχιστοι, αν κρίνω από τη σελίδα τους στο metal-archives. Οι Diabolicum βρισκόντουσαν στη σκιά των Mysticum, των Νορβηγών πιονιέρων του «μηχανικού» ήχου, αλλά και γενικότερα της Νορβηγικής πειραματικής μαυρομεταλλικής σκηνής, τόσο λόγω ηχητικής προσέγγισης (η οποία δεν ήταν όμως απόλυτη), όσο και λόγω timing: το ντεμπούτο τους είχε την ατυχία να κυκλοφορήσει σε μια περίοδο όπου η Νορβηγία έβραζε δημιουργικά. Ως αποτέλεσμα, οι Diabolicum δεν έκαναν το μεγάλο μπαμ ούτε με το πιο ηλεκτρονικό “The Dark Blood Rising (The Hatecrowned Retaliation)” του 2001. Η μπάντα, παρότι δεν διαλύθηκε ποτέ, έχει ένα τεράστιο δισκογραφικό κενό ανάμεσα στο 2001 και το 2015, το οποίο διακόπτεται (οριακά, ένα κομμάτι είχαν μόνο) από το “Hail Terror” split του 2005 με τους Angst. Οι νεκραναστάσεις (έστω κι αν εδώ ο όρος είναι αδόκιμος με τη στενή έννοια του) συγκροτημάτων είναι ένα από τα φαινόμενα των ημερών μας, και οι Diabolicum επέλεξαν εν έτι 2015 να κυκλοφορήσουν το τρίτο τους άλμπουμ, “Ia Pazuzu (The Abyss Of The Shadows)” – επιμένουν στο μοτίβο ονοματολογίας – κάποιους μήνες αφότου οι Mysticum έκαναν και αυτοί την επιστροφή τους με το απολαυστικό “Planet Satan”.

Στο φετινό δίσκο τους, οι Diabolicum συνεχίζουν να προσφέρουν αυτό που ξέρουν να κάνουν καλά: ευθυτενές μαύρο μέταλλο με εμφανή τη ριφφολογική επιρροή από τους Mysticum και τους Zyklon-B, με πλήκτρα τα οποία έχουν κοινωνήσει από το δισκοπότηρο των πρώιμων Emperor. Μηχανικοποιημένο, προγραμματισμένο drumming, το οποίο προσδίδει τον industrial χαρακτήρα μέσω του ξερού και μονότονου ήχου του. Κάποια μπιμπλίκια και λούπες που έμειναν από του δεύτερο δίσκο μπλέκονται με ραδιοφωνικά sample-αρίσματα που όσο αναμενόμενα και να είναι σε μια τέτοια κυκλοφορία, παραμένουν απολαυστικά και προσδίδουν στην σκοτεινιά της ατμόσφαιρας. Ο δίσκος έχει ποικιλία, και παρότι οι φρενήρεις ταχύτητες είναι κυρίαρχες, οι Σουηδοί δε φοβούνται να κινηθούν σε mid-tempo κλίμακες (“The Silent Spring”), πάντα εναρμονισμένες με τη μηχανική φύση του άλμπουμ. Τα σόλο που υπάρχουν διάσπαρτα εντός του δίσκου είναι η λογική εξέλιξη των πανταχού παρόντων leads που ήταν ανέκαθεν το σήμα κατατεθέν της μπάντας. Τα φωνητικά έχουν γίνει πιο μπουκωμένα από παλιά, «τσαμπουκαλεμένα», καταλήγοντας ενίοτε σε ακραία σχισίματα/κραυγές. Η παραγωγή είναι αρκετά γεμάτη, με την απαιτούμενη καθαρότητα, αλλά σίγουρα πιο σκοτεινή από αυτή του ντεμπούτου τους, και με λιγότερο κόκκο. Τέλος υπάρχουν και ψήγματα ελληνικής ατμόσφαιρας, συγκεκριμένα στο προτελευταίο κομμάτι, “Angelmaker”, τόσο λόγω του ήχου των πλήκτρων όσο και του μεστού, μελωδικού κιθαριστικού ήχου – μια ευχάριστη έκπληξη.

Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που να πηγαίνουν λάθος με το “Ia Pazuzu (The Abyss Of The Shadows)”. Ίσως το “The Abyss of The Shadows” και το ομώνυμο κομμάτι που κλείνει το δίσκο είναι σχετικά τραβηγμένες σε διάρκεια industrial/ambient ασκήσεις. Ίσως τα riffs δεν είναι τα πλέον πρωτότυπα. Προσωπικά δε δίνω σημασία σε τίποτα από αυτά. Ο δίσκος είναι αντάξιος του ονόματος του συγκροτήματος, καλύτερος του δεύτερου άλμπουμ τους, και κοιτάει στα ίσα το “The Grandeur of Hell“. Οριακά καλύτερος του περσινού πονήματος των Mysticum, δύσκολα θα βρεθεί πρόσφατο (και όχι μόνο) άλμπουμ του (industrial black) είδους που να το ξεπερνάει.

Highlights: “The Void of Astaroth”, “Genocide Bliss”, “Angelmaker”

4.5/6