Το Headspin Fest είναι ένα μουσικό φεστιβάλ, το οποίο με την πάροδο των ετών έχει δημιουργήσει μια παράδοση στην πόλη, φιλοξενώντας συγκροτήματα που υπηρετούν όλο το φάσμα της rock και metal μουσικής. Το Headspin υπήρξε πρωτοβουλία των Red House music Studios και της E. Events. Φέτος, το Headspin έφτασε αισίως τα πέντε του έτη (Vol. 5) και πραγματοποιήθηκε στον Πολυχώρο WE στις 18 Μαΐου. Έξι συγκροτήματα της πόλης της Θεσσαλονίκης, με διαφορετικό μουσικό background, έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό, παρουσιάζοντας δικά τους κομμάτια αλλά και διασκευές.

Παρά το γεγονός πως αφίσα και event ανέφεραν πως το εν λόγω φεστιβάλ θα ξεκινούσε στις 19:30, η αργοπορία του soundcheck μας προϊδέασε για το τι θα ακολουθήσει. Σχεδόν δυο ώρες αργότερα από την αναγραφόμενη έναρξη, το πρώτο συγκρότημα της βραδιάς ανεβαίνει στην σκηνή. Ο λόγος για τους ΤΕΡΗΔΟΝΑ. Πιτσιρικαρία γεμάτη όρεξη που παίζει δροσερό κατσαπάνκ (ε έτσι το λέμε, τι θες τώρα;). Είχαν την στήριξη αρκετών φίλων τους στο κοινό, οπότε η συνδιαλλαγή μαζί τους έδωσε μια ευχάριστη νότα στην συνολική παρουσία τους. Μουσικά μη περιμένετε να μιλήσω για τεχνικές και γενικότερη μουσική δεινότητα. Τα παιδιά παίζουν κλασικό πανεπιστημιακό πανκ (ας μου επιτραπεί η έκφραση), με στίχους που αφορούν στην κοινωνία και τα προβλήματά της. Ένα πανκ που ακολουθεί τα μονοπάτια που χάραξαν οι Χάσμα, Αρνητική Στάση, Εκτός Ελέγχου κ.λπ.. Για του λόγου το αληθές θυμάμαι χαρακτηριστικά την διασκευή τους στο κομμάτι “Μπασταρδοκρατία” των Γενιά του Χάους, οπότε καταλαβαίνετε πάνω κάτω τι μας πρόσφεραν οι ΤΕΡΗΔΟΝΑ.

Sonic Piston για την συνέχεια. Θεσσαλονικιώτικο συγκρότημα με τρία μέλη και έντονο ταλέντο. Οι Sonic Piston είχαν μια ωραία άνεση επάνω στην σκηνή. Δεν ήταν απολύτως ελεύθεροι στις κινήσεις τους, ούτε όμως και εντελώς κουμπωμένοι / αγχωμένοι. Κάπου στη μέση θα έλεγα. Υπό μουσικό πρίσμα, η παρουσία τους ήταν άρτια, με πολύ ωραίες συνθέσεις που κρατούσαν το ενδιαφέρον μου υψηλά. Για τα δικά μου αυτιά, χωρίς να έχω από πριν ουδεμία επαφή με το συγκρότημα, παίζουν ένα κράμα ψυχεδελικού stoner με southern στοιχεία και με πολλά μυσταγωγικά doom ξεσπάσματα. Ουσιαστικά συνδυάζουν την δυναμική των Black Label Society, με την ψυχεδέλεια Black Sabbath – Kyuss με μία μικρή δόση Om. Αρκετά ευχαριστημένη από την απόδοσή τους, ανετότατα τους ξαναβλέπω. Τα κομμάτια που μας παρουσίασαν – πέραν των διασκευών – προέρχονται από το πρόσφατο ΕΡ του συγκροτήματος “The Engine Inside”, ενώ το κομμάτι που ξεχώρισε και χαράχτηκε στη μνήμη μου ήταν το προτελευταίο του σετ τους “Black Shadow”. { set: Go Get Some (Nightstalker), Trust Us, Macho Libre (Planet of Zeus), Rules, Woke Up Dead (Planet of Zeus), Black Shadow, Mr Mirror. }

Στροφή στην μουσική κατεύθυνση της βραδιάς με τους Leftover Bullets να ανεβαίνουν στην σκηνή. Ήταν το συγκρότημα που με μπέρδεψε περισσότερο από όλα. Ναι μεν από τη μια πλευρά εκτελεστικά το συγκρότημα ήταν σωστό και φάνηκε καλά προβαρισμένο, ωστόσο προσωπικά με γέμισαν με ανάμεικτα συναισθήματα. Λίγο τα προβλήματα στον ήχο τους, με τη φωνή να κόβεται πιο συχνά από το ρεύμα σε φουλ καύσωνα, λίγο τα ίδια τα φωνητικά που μου φάνηκαν επίπεδα και άνευρα, λίγο η στατικότητα των μελών του συγκροτήματος επάνω στη σκηνή – πέραν του ενός κιθαρίστα, ο οποίος ξεχώρισε με τα μπούνια και ως παρουσία και ως εκτέλεση – λίγο τα χαμηλά φώτα σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του σετ τους που είχαν σαν αποτέλεσμα να μην τους βλέπουμε καθαρά, λίγο οι απογοητευτικές διασκευές τους (που ναι μεν απέσπασαν χειροκροτήματα, ωστόσο υποθέτω με το φτωχό μου μυαλουδάκι ότι τα απέσπασαν μάλλον γιατί το κοινό άκουσε κάτι γνώριμο και αγαπημένο)… Όλα αυτά μου άφησαν μια «αδιάφορη εντύπωση». Στα καλά ωστόσο να συμπεριλάβω τις συνθέσεις, οι οποίες αν είχαν καλύτερο ήχο θα αύξαναν την ποιότητα της εμφάνισης των Leftover Bullets. Παράλληλα, ενώ τα κομμάτια του συγκροτήματος ενέχουν μια αληταμπουριά, ένα αλήτικο ροκεντρόλ, μια καύλα ρε παιδί μου για πολλά ουίσκια, για κάποιο λόγο δεν μπορούν να την μεταβιβάσουν. Τουλάχιστον σε μένα που τους έβλεπα για πρώτη φορά ζωντανά. Άγχος; Αμηχανία; Δεν ξέρω. Για να μην παρεξηγηθώ, γιατί βλέπω να σκάνε διαφωνίες σχετικά με τα όσα έγραψα, δεν υπάρχει καμία εμπάθεια προς τα παιδιά και οι εντυπώσεις που μου άφησαν ήταν αποτέλεσμα και της ακουστικής και της οπτικής αφομοίωσης της εμφάνισης των Leftover Bullets. Και για να προλάβω το «μα για την μουσική θέλουμε να μας πεις», από τη στιγμή που ένα συγκρότημα είναι πάνω στη σκηνή, πέρα από αυτά που παίζει, κρίνεται και για όσα προβάλει (ή δεν προβάλλει εν τέλει) στο σανίδι. Αυτά.

Αγνό heavy metal για τη συνέχεια, με τους Stygian Oath να παραλαμβάνουν την σκυτάλη. Θεωρητικά νεοσύστατο συγκρότημα, με το συγκεκριμένο live να είναι και το πρώτο τους. Κλασικό και δυνατό heavy metal, μπολιασμένο με τις κατάλληλες δόσεις ταχύτητας και μιας doom ποιότητας, επιπέδου Candlemass. Οι Stygian Oath αντιμετώπισαν κάποια προβληματάκια στο πρώτο τους κομμάτι (και αυτοί είχαν θέματα με τα μικρόφωνα για τα φωνητικά), ωστόσο τα προβλήματα αυτά λύθηκαν σχεδόν άμεσα. Οι Stygian Oath μας παρουσίασαν κυρίως δικά τους κομμάτια, πέραν της διασκευής τους στους απόλυτους Θεούς του heavy metal, τους Judas Priest, στο κομμάτι “You’ve Got Another Thing Comin’”. Οι συνθέσεις των κομματιών τους έχουν ως βάση τους τις κλασικές heavy metal δομές, χωρίς να αποκλίνουν πολύ από το είδος, με εξαιρετικές κιθάρες (και φοβερά solo ειδικά σε κομμάτια όπως το Mallediction και το ομώνυμο Stygian Oath), ένα μπάσο που γέμιζε τον ήχο με τα κατάλληλα χτυπήματα και τύμπανα που στήριζαν τη ραχοκοκαλιά των κομματιών (ωστόσο, στα τύμπανα θέλουν λίγη δουλίτσα τα πόδια, που κάποιες φορές ξέφευγαν – δεν μείωσαν την απόδοση, ούτε μας ξενέρωσαν, αλλά εμφανώς θέλουν βελτίωση / τα χέρια του από την άλλη πλευρά χτυπούσαν σαν σωστός ξυλοκόπος στο δάσος). Για πρώτη τους εμφάνιση, μας άφησαν όμορφες εντυπώσεις και μια ανυπομονησία για να τους ξαναδούμε, μιας και μας ξεσήκωσαν με τα κομμάτια τους. { σετ: Destiny Calls, Roadkill, Malediction, Stygian Oath, Mask Becomes Face, Firebreed, You’ve Got Another Thing Comin’, Prisoner }

Με αρκετή καθυστέρηση μέχρι να στηθούν σωστά στη σκηνή, ήρθε η σειρά των Mandragore, του συγκροτήματος με την μόνη γυναικεία παρουσία. Οι Mandragore παίζουν Συμφωνικό Μέταλ, οπότε προφανώς μπορούν να παραλληλιστούν με μπάντες όπως οι Nightwish και οι Within Temptation. Όπως είναι φυσικό, στα φωνητικά η γυναικεία φωνή είναι η ασφαλέστερη / αισθητικότερη (ας μου επιτραπεί και αυτή η φράση) οδός, δίνοντας την κατάλληλη γλυκύτητα αλλά και δυναμική στα κομμάτια. Από άποψη συνθέσεων για να πω την αλήθεια δεν «τρελάθηκα», ίσα ίσα σκέφτηκα πολλές φορές πως μουσικά πλέον ίσως να θεωρηθεί παρωχημένη η δομή των τραγουδιών αυτού του είδους. Μπορεί εκτελεστικά να ήταν άρτιοι, ωστόσο δεν βρήκα την ποιότητα που θα με τραβήξει στους Mandragore. Και όχι, δεν το λέω επειδή δεν είμαι κοντά στο είδος, απλά αντικειμενικά ήταν μια ευχάριστη παρουσία και τίποτα παραπάνω. Όποιος ενθουσιάζεται με μελωδικές κιθάρες και ορχηστρικά / φολκλορικά στοιχεία θα τους εκτιμήσει μάλλον, απλά θεωρώ πως τους λείπει αυτό το κάτι που θα τους τινάξει και θα μας τραβήξει αμέσως την προσοχή. Κλείνοντας, κατανοώ πως είναι περίεργο να παίζεις σε κόσμο που δεν είναι μπροστά στο κάγκελο αλλά σκορπισμένος σε μια μικρή ακτίνα γύρω από τη σκηνή και να θες να τους παρακινήσεις να «έρθουν μπροστά», ωστόσο όταν το λες πάνω από 3 φορές, ο κόσμος ξενερώνει, για να το πω κόσμια. Αν θέλει θα έρθει, δε χρειάζεται να κάνεις το κοινό  να νιώθει αμήχανα, αγαπημένε μου κιθαριστή. { σετ: One Thousand Stars, Winter’s Grey, Sleepwalker’s Dream (Delain Cover), Wings Of Madness (Serenity Cover), Aylan, A Way Back There, Dark Chest Of Wonders (Nightwish Cover) }

Ώρα για το τελευταίο συγκρότημα και headliner της βραδιάς, τους Aeons of Hate. Οι Aeons έκαναν ένα μικρό μπαμ τους μήνες που μας πέρασαν, ταράζοντας τα νερά του underground ακραίου ήχου. Ο δίσκος τους κυκλοφόρησε στα τέλη του 2015 και πήγε αρκετά καλά σε τύπο και κοινό. Το Headspin Festival ουσιαστικά ήταν το release party – album presentation των Aeons of Hate. Παρά την ύπαρξη μιας και μόνο κιθάρας, ο ήχος που έβγαζε ήταν στιβαρός και γεμάτος και αγκαλιάστηκε τέλεια από το μπάσο του τραγουδιστή. Μουσικά κινούνται στον χώρο του ακραίου metal, με μια κλίση προς το death – death / doom των Asphyx, με τα απαραίτητα thrash ξεσπάσματα εδώ και εκεί. Εξίσου δυναμικής ήταν και τα «μπετόν αρμέ» τύμπανα που έδιναν την κατάλληλη ώθηση στα κομμάτια. Τα φωνητικά ιδιαίτερα βαριά και βαθιά (τύπου Burial Invocation), οξύνοντας τους δείκτες επιθετικότητας του συγκροτήματος. Άκρως ικανοποιητική εμφάνιση! { σετ: Desert Of Reality, Sands Of Deception, Slaughterhouse, Aeons Of Hate, Horror Has Won, Means to An End, The Grind,  Pig Nation, Plague of Iron, Pale Death, Morbid Tales (Celtic Frost cover).}

Σκεπτόμενη την βραδιά του Headspin Fest Vol. 5 στην ολότητά της, σε ένα γενικό επίπεδο ήταν μια καλή βραδιά, δίπλα σε φίλους, ωραίες μπάντες, αλκοόλ. Στα καλά της κίνησης αυτής ανήκουν αρκετά πράγματα. Αφενός το φεστιβάλ εν γένει είναι ένας καλό θεσμός για τα συγκροτήματα, την διοργάνωση, τους τοπικούς παράγοντες, τους χορηγούς, τον χώρο που στεγάζει την όλη κίνηση και όλα αυτά τα όμορφα. Αφετέρου, στα καλά επίσης να εντάξουμε τον χώρο του WE αντικειμενικά ως χώρο, όντας μεγάλος και με ωραία ακουστική σε όλα του τα σημεία. Οι δυο μεγάλες κόκκινες κάρτες που υψώνονται περήφανα αφορούν τα εξής: Αρχικά δεν είναι επιτρεπτό ένα φεστιβάλ που αποτελείται από 6 μπάντες με 40 λεπτά σετ έκαστη, σε βράδυ καθημερινής να ξεκινάει τόσο αργά (περασμένες 21:00) και αυτομάτως να τελειώσει τόσο αργά (έληξε γύρω στις 02:30 τη νύχτα). Δεν είναι Παρασκευοσάββατο, που μετά λες ότι θα πιεις και μια μπύρα παραπάνω / γενικά θα το συνεχίσεις αλλού. Είναι βράδυ Τετάρτης. Είναι εργάσιμη. Ο κόσμος δουλεύει / έχει σχολές και δεν υπάρχει συγκοινωνία. Από την άλλη πλευρά, όπως ήταν αναμενόμενο, ο χώρος από τις 12 παρά κάτι άρχιζε σταδιακά να αδειάζει. Και λογικό ήταν! Τεράστιο κρίμα για τα δύο τελευταία συγκροτήματα, τους Mandragore και τους Aeons of Hate που στερήθηκαν τον κόσμο και τους βγήκε η κούραση. Είναι πραγματικά κρίμα να βλέπεις παιδιά με όρεξη να παίζουν σε έναν κόσμο μετρημένο στα δάχτυλα. Η δεύτερη κόκκινη υψώνεται στον ήχο του WE, καθώς σημειώθηκαν αρκετά τεχνικά προβλήματα σε μικρόφωνα και όργανα, ευτυχώς όμως που μιλάμε για ελλείψεις / προβλήματα που σώζονται. Χαμηλά μικρόφωνα, μικροφωνισμοί, βουίσματα, ασυγχρονίες που αγχώνουν όσους είναι επάνω στη σκηνή και ξενερώνουν όσους είναι κάτω από αυτήν. Το καλό της υπόθεσης είναι ότι τα προβλήματα αυτά γρήγορα λύνονταν. Ελπίζω να μην ξανασυναντήσουμε τέτοια προβλήματα σε μελλοντικές συναυλίες στον ίδιο πολυχώρο.