Last Updated on 10:00 by Nikos Nakos
30 Years Burn Through Our Eyes
“1994… corruption, racism, hate.
The church has failed… If Jesus came down, he’d be shot?”
Σε μια μεταβατική για την metal μουσική δεκαετία, η δημιουργία ευχάριστων εκπλήξεων ήταν ένα highlight για τον κάθε metalhead που είχε χάσει την πίστη του για την μουσική του. Ήταν η εποχή που οι Pantera έκαναν το ένα sold out μετά το άλλο στην Far Beyond Driven Tour, οι Sepultura που βρίσκονταν σε συνθετικό οργασμό ετοιμάζοντας το ”Roots”, οι Biohazard που μέσω MTV και Warner εμφανίζονταν στον mainstream κόσμο και που οι Fear Factory ετοίμαζαν το μνημειώδες ”Demanufacture”, όταν μια ιδέα από την δυτική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών εν μία νυκτί ήρθε με ορμή στο προσκήνιο με ένα ντεμπούτο album που ήταν εξίσου καλό, αν όχι καλύτερο, από όλες αυτές τις μπάντες που υπήρχαν ήδη χρόνια.
Έχουν γραφτεί πάρα πολλά άλλωστε όλα αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν για το πώς το εμβληματικό”Burn My Eyes” που φέτος συμπληρώνει 30 χρόνια παρουσίας, έδωσε νέα πνοή σε μια ετοιμοθάνατη metal σκηνή. Οι Machine Head πριν μπουν δυναμικά στο business είχαν ήδη 3 χρόνια ζωής ξεκινώντας στο Oakland της California στις 12 Οκτωβρίου 1991, τζαμάροντας για πολλά βράδια σε μια παλιά αποθήκη μπροστά σε κοινό αστέγων, όπου και κατάφεραν να ηχογραφήσουν. Με ένα demo συνολικού κόστους $800, με παραμορφωμένα φωνητικά μέσω ενδοεπικοινωνίας ενός σπιτιού κατάφεραν να πείσουν έναν αντιπρόσωπο της Roadrunner υπογράφοντας στις 10 Οκτωβρίου 1993 πριν καν τους δει να παίζουν ζωντανά. Με τον Robb Flynn να γιορτάζει απερίσκεπτα το γεγονός με υπερβολική δόση ηρωίνης, αδιευκρίνιστο αν συνέβη στην περιοδεία των Exodus όπου συμμετείχε σε κάποια shows, η απόφαση της άσχημης και βίαιης φυγής του από τους Vio–lence έδειξε να δικαιώνει τα όνειρα και τις ιδέες του που δεν έγιναν ποτέ αποδεκτές από τους ex band mates του αλλά αποδεκτές από τον κόσμο που στήριξε το side project του.
Ηχογραφώντας το ντεμπούτο τους στα Fantasy Studios, ακριβώς απέναντι από τον κόλπο στο Berkeley της California, με παραγωγό τον Colin Richardson και με οδηγό σκέψης της σύνθεσης τον τεράστιο Randy Rhoads, κατάφεραν να κερδίσουν θέση στην ευρωπαϊκή περιοδεία των Slayer κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα του 1994. Εκείνη την εποχή στα εν λόγω studios ηχογραφήθηκαν μνημειώδη albums της βιομηχανίας όπως τα ”Dookie” των Green Day, το ”Let’s Go” των Rancid και ”Bust A Nut” των Tesla. Αν αναλογιστούμε ότι τον πρώτο καιρό , οι διοργανωτές δεν ήξεραν με ποιον θα μπορούσαν να βάλουν την μπάντα να παίζει, παίζανε κυριώς με punk μπάντες όπως οι Rancid λόγω των φιλικών σχέσεων τους, το match up με τους Σφαγείς ήταν ονειρικό.
Μια τεράστια τιμή για τους ίδιους και την εποχή εκείνη καθώς οι πατριάρχες του παγκόσμιου thrash δεν είναι και η πιο εύκολη μπάντα για να σταθείς δίπλα τους περιοδεύοντας. Η εκπληκτική τους παρουσία σαν opening act καθώς και η αποδοχή που συνάντησαν βλέποντας το merch τους να ξεπουλάει, τους έφερε πάλι πίσω στην Ευρώπη μέσα στο 1995 για headline shows! Αναφορικά με την κοινή τους περιοδεία να πούμε και το γεγονός ότι τους βλέπουμε και μαζί στο VHS “Live Intrusion“των Slayer, όταν Robb Flynn (και Chris Kontos) ανεβαίνουν στο encore επί σκηνής, για μια διασκευή στο “Witching Hour” των Venom, που μας άρεσε τότε να την ακούμε έφηβοι (προσωπικά θεωρώ ότι είναι η κορυφαία που έχει γίνει).
Ήδη οι βάσεις για κάτι πολύ καλό είχαν μπει και ο κόσμος της metal δημιουργούσε προσδοκίες απέναντι στον νέο αυτόν παίχτη της αγοράς. Με 400.000 πουλημένα αντίτυπα παγκοσμίως σε ενάμιση χρόνο από την κυκλοφορία του, το ”Burn My Eyes” κατάφερε να γίνει το πιο εμπορικό ντεμπούτο album της Roadrunner μέχρι που ξεπεράστηκε 5 χρόνια αργότερα το 1999 από τους Slipknot. Ένας σημαντικός άθλος που επετεύχθη χωρίς την προβολή από μουσικά κανάλια και το ραδιόφωνο, αλλά μόνο από στόμα σε στόμα.
Παρόλο που αρχικά είχε διαφορετικό τίτλο και εξώφυλλο (αρχικά είχε τον τίτλο “Davidian” και το προτεινόμενο artwork του παρουσίαζε διαμαντένιο το logo του συγκροτήματος πάνω σε μια στατική γεμάτη τηλεόραση) ο αναγνωρισμένος εικαστικός Dave McKean (ο οποίος δημιούργησε επίσης εξώφυλλα για τους Fear Factory, Frontline Assembly και Skinny Puppy) ανέλαβε και παρέδωσε ένα εμβληματικό κομμάτι heavy-metal τέχνης.
Αν η μουσική των Machine Head ήταν μια ασταμάτητη δύναμη, η ταυτότητα του Robb Flynn ως στιχουργού καθιερώθηκε με παρόμοιο σθένος στο θρυλικό αυτό ντεμπούτο. Ο δίσκος αντλεί σε μεγάλο βαθμό από την κοινωνική αναταραχή που σημάδεψε τη γενέτειρα του συγκροτήματος στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Οι στίχοι, γραμμένοι από τον frontman Robb Flynn, συμπυκνώνουν γλαφυρά την εσωτερική διαμάχη που γεννήθηκε από το κοινωνικό χάος. Το πρώτο τραγούδι που έγραψαν ποτέ οι Machine Head ήταν το “Death Church“, κομμάτι που επικρίνει έντονα τη θρησκευτική κερδοσκοπία. Το 6o τραγούδι του δίσκου ήταν το σημείο μηδέν για τους Machine Head. Γραμμένο από τον Flynn το διάστημα ύπαρξης του στους Vio–lence, ήταν έντονα επηρεασμένο από το album “Streetcleaner” των Βρετανών Godflesh και, όπως ήταν φυσιολογικό τότε απορρίφθηκε (το έτερο που απορρίφθηκε ήταν το “Blood For Blood“). Επίσης, το εν λόγω τραγούδι υπήρξε τύποις και σαν βεβαίωση ικανοτήτων ώς προς τον Al Jourgensen των Ministry την εποχή εκείνη για μελλοντική συνεργασία σαν live μουσικός στα shows τους το 1992, μιας και είχε αποχωρίσει από τους Vio–lence, όμως η μοίρα του δεν ήταν γραφτή.
Αμείλικτα οργισμένος αλλά εγγράμματος και ευρηματικός, έγραψε για την αιματηρή πολιορκία του Waco το 1993 στο θρυλικό εναρκτήριο κομμάτι ”Davidian”. Ο Robb έγραψε και για τις ταραχές στο Los Angeles το 1992 μέσα από το διεστραμμένο ”Real Eyes, Realize, Real Lies” και στο κλείσιμο του δίσκου μέσα από το”Block”. Θεματολογικά σε άλλα τραγούδια ο Flynn αφήνει αιχμές για τη θρησκεία και την πολιτική διαφθορά, ενώ στο αργόσυρτο ”I’m Your God Now” αντιμετώπισε τη φρίκη της εξάρτησης από τα ναρκωτικά. Κομμάτια όπως τα “None But My Own” και “The Rage to Overcome” εμβαθύνουν στη σφαίρα της σωματικής και ψυχικής κακοποίησης. Τριάντα χρόνια αργότερα, όλα αυτά φαίνονται ανησυχητικά σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση αταξίας της ανθρωπότητας. Ένας δίσκος σε σημεία μουσικά επηρεασμένος από την μεγάλη αγάπη του Flynn για τους Neurosis, CelticFrost και D.R.I. την εποχή εκείνη. Παράδοξο αν σκεφτείς ότι δηλώνει οπαδός των The Cure και Coldplay.
Η μοναδικότητα του “Burn My Eyes” σε μια εποχή που πολλές μπάντες ήταν απρόθυμες να πειραματιστούν, ανέδειξε τους Machine Head που κατάφεραν γεφυρώσουν άφοβα το χάσμα του thrash της δεύτερης γενιάς του Bay Area, που προσωποποιήθηκε μέσα από μπάντες όπως οι Testament και οι Death Angel, και της τότε αναδυόμενης σχολής των Exhorder / Pantera. Αυτό το ευρηματικό μείγμα στυλ ήταν το κλειδί για τον ήχο τους, ο οποίος αργότερα θα εξελισσόταν αλλά και θα επανερχόταν σε τροποποιημένη μορφή στη μετά το “Supercharger” παραγωγή τους. Αυτός ο τολμηρός πειραματισμός δεν κέρδισε μόνο τους οπαδούς, αλλά και τους κριτικούς. Το “Burn My Eyes” έλαβε σημαντική αναγνώριση, ιδιαίτερα στην Ευρώπη αποδεικνύοντας ότι δεν ήταν μόνο μια εμπορική και συνθετική επιτυχία. Ο συνδυασμός του επιθετικού thrash και της τρόπο τινά hip hop/rap μαγιάς, σε συνδυασμό με τους εμπρηστικούς στίχους του Flynn, κατέστησαν το album ως μια καθοριστικής συμβολής προσθήκη στα 90s metal. Ένα αναγνωρίσιμο in-your-face metal album όλων των εποχών μιας ενίοτε υποτιμημένης εποχής που πολλοί προσπάθησαν να το αναπαράγουν και απέτυχαν.