Είδος: Black Metal
Χώρα: Ελλάδα
Εταιρία: The Circle Music / Hell’s Fire Records (βινύλιο)
Έτος: 2021
Το blackmetal είναι δίχως καμιά αμφιβολία το πιο ανοιχτό σε νέες ηχητικές τάσεις είδος στο σύμπαν του Metal. Μέσα στο blackmetal ο προσεκτικός ακροατής θα ανακαλύψει ένα ευρύ φάσμα μουσικών επιρροών και στιχουργικών προσεγγίσεων, που καταφέρνουν να ενσωματωθούν στο εκάστοτε καλλιτεχνικό δημιούργημα, ανοίγοντας ορίζοντες έκφρασης, αντίληψης και γιατί όχι αναζήτησης για δημιουργό και ακροατή.
Για την παραπάνω διαπίστωση -που με σιγουριά μπορεί κανείς πλέον να κάνει σήμερα, παρακολουθώντας την πορεία του είδους μέσα στα χρόνια, αλλά και παρατηρώντας ταυτόχρονα το τι συμβαίνει στις μέρες μας-, υπεύθυνες είναι μερικές πολύ συγκεκριμένες μπάντες, που το όραμα τους οδήγησε τον blackmetal ήχο σε πρωτόγνωρα μονοπάτια ανατροπής. Μια από αυτές τις μπάντες –και μάλιστα από τις πλέον σημαντικές– είναι και οι Αθηναίοι Necromantia (πολλές φορές έχω αναρωτηθεί αν η θρυλική ταχυδρομική θυρίδα στον Υμηττό ισχύει ακόμα, αλλά αυτό μάλλον δεν είναι της παρούσης).
Ο Baron Blood υπήρξε πίσω στα 1989 ιδρυτικό μέλος των Necromantia μαζί με τον The Magus (που θα αφήσει τους thrashers Necromancy για να πάει σε νέο κεφάλαιο). Ο Baron σφράγισε ανεξίτηλα την ηχητική ταυτότητα της μπάντας θέτοντας αρχικά σαν βασικό ρυθμικό όργανο το οκτάχορδο μπάσο, κυκλοφορία με την κυκλοφορία ξεδίπλωσε το όραμα του μέσα από την μουσική, τους στίχους, και το καινοτόμο ύφος του σχήματος. Αποτέλεσε τον αδιάσπαστο κρίκο που σχηματοποίησε τον πυρήνα του διδύμου Baron Blood – The Magus, δίνοντας υπόσταση στους Necromantia. Ο Baron Blood έφυγε στις 20 Νοέμβρη του 2019.
Το «To The Depths We Descend…» άλμπουμ, αποτελεί τον Ύστατο Φόρο τιμής στον Baron Blood μα και τον Ύστατο Αποχαιρετισμό της μπάντας.
Ο κύκλος έκλεισε. Από το Α στο Ω.
Μουσικά το άλμπουμ καταγράφει και ανακεφαλαιώνει ουσιαστικά όλα τα trademark στοιχεία και τις τάσεις που κυριάρχησαν στους Necromantia σε κάθε μια από τις περιόδους τους, αυτά τα 32 χρόνια της ύπαρξης τους. Δεν με εκπλήσσει το γεγονός ότι ανακαλύπτω κάποια μεμονωμένα στοιχεία που ανακλούν και την σύγχρονη πραγματικότητα του blackmetal, γεγονός που μου θυμίζει για μια ακόμα φορά το ανήσυχο πνεύμα τούτης της μπάντας που εν τέλη μας προσφέρει ένα επικό, τελετουργικό, avant garde κομψοτέχνημα, ρομαντικό, φορές φορές μινιμαλιστικό και βαθιά σκοτεινό.
Ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψιν κατά την ακρόαση του νέου υλικού, είναι πως το «To The Depths We Descent…» αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη Necromantia ηχογράφηση στην οποία απουσιάζει εντελώς το οκτάχορδο μπάσο: «The use of the 8-string bass belongs to Baron Blood and it will remain with him», σημειώνει χαρακτηριστικά ο The Magus. Εδώ, έχουμε όλα τα βασικά ρυθμικά θέματα / riffs των κομματιών που αποτελούν και τον σκελετό τους, να έχουν παιχτεί με κιθάρες. Οι κιθάρες στους Necromantia είχαν πάντα -με εξαίρεση το Promo tape του 90- τον ρόλο του lead οργάνου και μόνο. Στο παρών άλμπουμ λοιπόν, αυτό αλλάζει. Μπορώ να απόλυτη βεβαιότητα να τονίσω πως έχει γίνει εξαιρετική δουλειά στον συγκεκριμένο τομέα από τον Γιώργο Εμμανουήλ (Lucifer’s Child) ο οποίος έπαιξε τις κιθάρες στον συγκεκριμένο δίσκο. Υπάρχει διάχυτο ένα πολύ συγκεκριμένο feeling στο παίξιμο του, το οποίο σε συνδυασμό με την πολύ προσεκτική επιλογή στο κιθαριστικό ηχόχρωμα, ενσωματώνει το τελικό αποτέλεσμα με απόλυτη αισθητική αρμονία στον Necromantia καμβά, δημιουργώντας τελικά ένα «γνώριμο» και «οικείο» άκουσμα.
Έκανα σε προηγούμενη παράγραφο αναφορά σε κάποια μεμονωμένα σύγχρονα blackmetal στοιχεία τα οποία εμφανίζονται στο άλμπουμ και για να πω την αλήθεια το παραπάνω το έγραψα έχοντας στο μυαλό μου το βασικό θέμα στο κουπλέ του «Daemonocentric» που ανοίγει τον δίσκο, θέμα το οποίο κοιτάζει στα μάτια τις δυσαρμονικές εμμονές των Thorns -του ντεμπούτου- ή των Deathspell Omega αποτελώντας ταυτόχρονα και το starting point για την περαιτέρω ανάπτυξη του κομματιού -κυρίως για το σχεδόν υπνωτικό part μετά τη μέση-. Το ξέσπασμα – κατάληξη είναι ένας μαύρος χείμαρρος. Και να σκεφτεί κανείς πως το κομμάτι ξεκινά με ένα πομπώδες, κοφτό μα και σιδηροδρομικό ταυτόχρονα θέμα. Το «Daemonocentric» είναι το κομμάτι με τα περισσότερα μετά-00s στοιχεία που θα ακούσουμε στο άλμπουμ.
Βαριά φορτισμένο κομμάτι το «As the Shadows Wept (..for Baron Blood)». Όλο το Necromantia γίγνεσθαι, περνά μέσα από τους στίχους αυτού του επικού, εσχατολογικού, μαύρου Θρήνου που γίνεται Σφραγίδα. Το Ύστατο Χαίρε, όπως αποτυπώνεται στον επίλογο του κομματιού, είναι ότι πιο συγκινητικό έχω ακούσει εδώ και χρόνια. Ο πένθιμος ήχος από τις καμπάνες και η κορύφωση που επισφραγίζει το Μεγαλείο του Αδελφού.
Δηλώνω λάτρης των -συχνά- μινιμαλιστικών, και μουσικά αφηγηματικών περασμάτων που πάντα αποτελούσαν ένα βασικό στοιχείο των Necromantia, είτε μέσα σε κομμάτια τους, είτε ως αυτόνομες instrumental συνθέσεις που λειτουργούσαν σαν πρόλογοι ή επίλογοι. Για χάρη αντιστοιχίας λοιπόν γράφω πως το «Give the Devil his Due» είναι το σύγχρονο «Last Song of Valdezie» τουλάχιστον ως προς την βάση του του και τη λογική στη σύνθεση του, αν και το «Song…» έχει σαφώς μια πιο επική χροιά υφολογικά. Το «Give the Devil his Due» διακατέχεται κυρίως από έναν σκιώδη μινιμαλισμό που εν τέλη διαμορφώνει το μουσικό του μοτίβο.
Στο «Inferno» πνέει διάχυτη η «Crossing The Fairy Path» αύρα. Τα συμφωνικά στοιχεία εδώ δεν στολίζουν το κομμάτι αλλά αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της βάσης του, θυμίζοντας μας μια πάγια Necromantia τακτική που αποτέλεσε βασικό στοιχείο της ηχητικής τους πρωτοπορίας. Μπορώ άνετα να χρησιμοποιήσω και πάλι την λέξη «χείμαρρος» για το συγκεκριμένο κομμάτι αναφερόμενος όμως σε καυτά ποτάμια λάβας. Σε παρόμοια λογική -σε σχέση με τα συμφωνικά στοιχεία- κινείται και το «Eldritch». Το συγκεκριμμένο κομμάτι έχει μια σαφώς επική προσέγγιση κυρίως εξαιτίας του βασικού – αρχικού θέματος. Σιγά σιγά θα εξελιχθεί σε ένα ελεγειακά, πομπώδες αριστούργημα, χωρίς να παρεκκλίνει από την αρχική του κατεύθυνση. Θα βγάλει μπροστά αρκετά στοιχεία που θα παραπέμψουν στα «IV: Malice» και «The Sound of Lucifer Storming Heaven» άλμπουμ, μαζί όμως με τις «To Mega Therion» αρετές του και θα οδηγηθεί -και αυτό- σε ένα ξέσπασμα / κορύφωση που εν τέλη αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του νέου Necromantia υλικού: Η κορύφωση και το απότομο -σχεδόν ξαφνικό- τέλος.
Κάπου εδώ να σημειωθεί πως οι επικές στιγμής των Necromantia αποτελούσαν βασικό στοιχείο υπεροχής τους, είτε στις original συνθέσεις τους -όπως πχ. τα «Pretender to the Throne (Opus I: The Usurper’s Spawn)» και «Scarlet Witching Dreams» από το «Scarlet Evil Witching Black» δεύτερο άλμπουμ τους του 95-, είτε στις διασκευές που επέλεγαν να κάνουν (πχ. «Each Dawn I Die» (Manowar), από το «Ancient Pride» EP του 97, ή «Death Rider» (Omen), από την συλλογή «Covering Evil» του 2001 και το «Primordial Evil» split 7″ με τους Rotting Christ του 2017).
Το σαξόφωνο ζωγραφίζει με το χρώμα τον τρεμάμενων αστεριών το μελανό τοπίο του τελετουργικού «To The Depths We Descend…» που ακολουθεί. Ο λυρισμός, συνυπάρχει με το minimal και η avant garde ηχητική απελευθέρωση με τον στιγμιαίο στόμφο του πομπώδες.
Τα δύο τελευταία κομμάτια του δίσκου, αποτελούν επαναηχογραφήσεις σε δύο Necromantia classics. Ο λόγος για το «Lord of the Abyss MMXXI» και το «The Warlock MMXXI».
Σαφώς και οι κιθάρες μοιραία οδηγούν σε μια πιο δυναμική ενορχήστρωση -άρα και σε ένα αντίστοιχο δυναμικό αποτέλεσμα- σε σχέση με την αρχική εκτέλεση του «Lord of the Abyss» –που ηχογραφήθηκε πίσω στον μακρινό Δεκέμβρη του 91 και εμφανίστηκε επίσημα στο «The Black Arts / The Everlasting Sins» split με τους Varathron, του 92 -μια από τις σημαντικότερες κυκλοφορίες στο Ελληνικό -και όχι μόνο- blackmetal-. Παρόλα αυτά το κομμάτι ακόμα και σε αυτή την καινούρια εκδοχή του δεν χάνει ούτε στιγμή την ατμόσφαιρα του και αναφέρομαι στον παράγοντα «ατμόσφαιρα» γιατί ακριβώς αυτό το στοιχείο έκανε την αρχική βαθιά σπηλαιώδη εκτέλεση του να γίνει κλασσική. Επιπλέον το «Lord of the Abyss» ήταν το κομμάτι εκείνο που έφερε στο προσκήνιο για πρώτη φορά πολλά από τα ηχητικά χαρακτηριστικά που στην πορεία έγιναν σημεία αναφοράς για το σχήμα, η νέα αυτή εκτέλεση επισφραγίζει αυτό το starting point και ταυτόχρονα κάνει το κομμάτι να ακουστεί ακόμα πιο χαοτικό.
Προσωπικά θεωρώ το «The Warlock» μια από τις μεγαλύτερες στιγμές των Necromantia. Πρωτοεμφανίστηκε σε εκείνο το περιβόητο demo του 1993 με το οποίο η μπάντα έδειχνε ξεκάθαρα πως γυρίζει σελίδα και ανεβαίνει επίπεδο ακολουθώντας πιστά το όραμα της. Όλοι ξέρουμε πως το αποτέλεσμα αυτής της προς τα εμπρός μετάβασης ήταν το ιστορικό ντεμπούτο τους στην Osmose. Το υλικό του συγκεκριμένου demo καταγράφει ξεκάθαρα την δημιουργική τους φλόγα και το «Warlock» δείχνει το μεγαλείο του, τόσο σε αυτήν την πρώτη του demo εκτέλεση, όσο και στην εκτέλεση του ντεμπούτου όπου κυριολεκτικά το κομμάτι απογειώθηκε. Θεωρώ άκρως ενδιαφέρουσα και την εκτέλεση του 2021 με τις κιθάρες μπροστά. Το κομμάτι δεν χάνει απολύτως τίποτα από την αίγλη του και παραμένει έτσι και αλλιώς ένα επικό Έργο Τέχνης, ένα αριστούργημα σκοτεινού μυστικισμού, ένα σήμα κατατεθέν του έργου των Necromantia.
Καταλυτικό ρόλο στο συνολικό αποτέλεσμα του άλμπουμ, παίζουν οι μουσικοί -guest και μη- που συμπληρώνουν το recording σχήμα. Νομίζω πως το drumming του Γιάννη Βότση όχι μόνο προσθέτει στην συνολική δυναμική του υλικού, αλλά γίνεται εν τέλη αναπόσπαστο κομμάτι του.
Θα ήταν αδύνατο να μην αναφερθώ και στις guest συμμετοχές των Worshiper of Pan και Inferno που σφράγισαν με την συμμετοχή τους σε πλήκτρα, σαξόφωνο, κρουστά και άλλα όργανα, την χρυσή Necromantia εποχή. Τον Worshiper of Pan (κατά κόσμον Γιάννης Παπαγιάννης), ψάξτε τον γενικά, αποτελεί ένα ανοιχτό και θαυμαστό κεφάλαιο μουσικού με θαυμάσιο υλικό.
Η παραγωγή του άλμπουμ είναι αυτή που πρέπει. Το υλικό ακούγεται, δυνατά και καθαρά, με όγκο και δυναμικές. Στα συμφωνικά αλλά και στα minimal σημεία όπου πλήκτρα -αλλά και άλλα όργανα, πχ. σαξόφωνο- έχουν τον πρώτο λόγο, ο ήχος είναι καθαρός και διαυγής. Όσο για το εξώφυλλο, δεν περίμενα κάτι διαφορετικό. Yes it is Necromantia stuff.
1989-2021: 32 χρόνια πορείας μιας από τις πιο καινοτόμες και ταλαντούχες μπάντες στον blackmetal κόσμο, σφραγίζονται με τούτο τον δίσκο. Οι Necromantia ακολούθησαν την δική τους πυξίδα, προσφέροντας μας σκοτεινή Τέχνη που άνοιξε τους ορίζοντες μας. Το άλμπουμ αυτό είναι το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας τους. Ο κύκλος κλείνει με ένα αριστούργημα.
Ο παρών δίσκος αποτέλεσε μια πολύ καλή αφορμή για εμένα προσωπικά, ώστε να ακούσω και πάλι ολόκληρη την δισκογραφία του σχήματος και να συνειδητοποιήσω για μια ακόμα φορά πόσο καινοτόμοι και εμπνευσμένοι ήταν οι δημιουργοί του σε αυτό που έκαναν. Όταν έχεις βιώσει το τέλος, μπορείς να κατανοήσεις καλύτερα την αρχή. Ακούγοντας για παράδειγμα εκείνες τις πρώτες ηχογραφήσεις του Promo 90 μπορώ ξεκάθαρα να κατανοήσω -ανατρέχοντας πλέον στο σύνολο-, πως το όραμα ήταν εκεί από την πρώτη στιγμή. Και ίσως μάλιστα οι όποιες τεχνικές κυρίως δυσκολίες της αρχικής εποχής, να αποτέλεσαν και ένα μικρό εμπόδιο για την ολοκληρωτική έκφραση του από νωρίς. Όχι για πολύ όμως. Η δίψα για δημιουργία έφερε την εξέλιξη και οι Necromantia δεν έγιναν απλά μια μεγάλη μπάντα, έφτιαξαν τον δικό τους αναγνωρίσιμο ήχο και έδειξαν μονοπάτια στους τολμηρούς.
Μια τελευταία κάθοδο στα βάθη του Σκότους λοιπόν.
Μια τελευταία Σπονδή, ένα τελευταίο τραγούδι για τον Baron Blood.
Πάντως η μαύρη φλόγα τις μουσικής των Necromantia θα καίει για πάντα. Οπότε δεν ξέρω αν πρέπει να μιλάμε για θάνατο τελικά…