Ξέρεις μερικές φορές ακούω μικρότερους στην ηλικία να μιλάνε για το παρελθόν, για δεκαετίες ή και χρόνια που δεν έχουν ζήσει ποτέ και μιλάνε για αυτά με τόση τρυφερότητα και νοσταλγία, λες και ήταν οι καλύτερες μέρες της ζωής τους. Ή να τους ακούω να λένε ότι θα έδιναν τα πάντα για να μπορέσουν να ταξιδέψουν πίσω στο Χρόνο, έτσι ώστε να μπορούσαν να ζήσουν σε αυτή την Εποχή, κυρίως μιλώντας για την ένδοξη δεκαετία του ογδόντα. First things first: αν μπορούσες να ταξιδέψεις πίσω στο Χρόνο, μάλλον καλύτερα να επέλεγες την προηγούμενη Κυριακή και να διάλεγες «σοφότερα» τα νούμερα του Τζόκερ για να γίνεις εκατομμυριούχος ή πήγαινε να σκοτώσεις τον Χίτλερ, ή να κάνεις κάτι σπουδαίο για την ανθρωπότητα τέλος πάντων, δεν επιστρέφεις κάπου που ρομαντζάρισες ότι ήταν καλύτερα, γιατί απλούστατα αυτό δεν κάνει την πραγματικότητα λιγότερο σκληρή από ό,τι ήταν ή είναι. Πάρα ταύτα, πίσω στη δεκαετία του ’80, το Heavy Metal δεν ήταν και τόσο μεγάλο όσο η R’n’B ή το Hip Hop είναι στις μέρες μας. Και δεν θα είναι ποτέ τόσο μεγάλο, και μπορείς να κατηγορήσεις τη φύση του γι ‘ αυτό. Αλλά η αλήθεια να λέγεται, κανείς δεν θα το ήθελε κιόλας κάτι τέτοιο…
Καθώς ο υπαρκτός σοσιαλισμός ήταν έτοιμος να αφήσει πίσω του ένα σημάδι στους λαούς μεγαλύτερο από την κουτσουλιά στη φαλάκρα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, οι Onslaught ήταν η βρετανική απάντηση στους Slayer. Αυτό είναι γεγονός και όποιος έχει ακούσει τα «Power From Hell» και «The Force» μπορεί να καταθέσει υπέρ αυτού, καθώς αυτός ή αυτή γνωρίζουν ότι αυτά τα δυο διαμάντια ήταν αρκετά για να θέσουν τους Onslaught στο πάνθεον του Thrash Metal. Αλλά το 1989 οι Onslaught κατέστρεψαν το ανίερο status τους αντικαθιστώντας τον τραγουδιστή τους Keeler με τον Steve Grimmet των Grim Reaper. Την στιγμή το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν έτοιμο να αντιμετωπίσει τα νέα δεδομένα, αφού οι μπάντες ήταν έτοιμες να απαντήσουν στηνthrash εισβολής που διέσχιζε τις Βρετανικές ακτές από τον Ατλαντικό. Xentrix, Sabbat και Acid Reign ήταν σπουδαία παραδείγματα του πώς Βρετανοί ήταν σε θέση να δημιουργήσουν εμπνευσμένα άλμπουμ που θα μπορούσαν να σταθούν ισάξια στο αμερικάνικο (αλλά και το τευτονικό) thrash που κυριαρχούσαν στον κόσμο. Οι Onslaught είχαν νέο συμβόλαιο με την London Records, αφότου έληξε το συμβόλαιό τους με την Children of the Revolution Records, (το label από το Bristol που είχε κυκλοφορήσει επίσης το «Behind the Realms of Madness» των Sacrilege και το «The Return of…Martha Splatterhead» των Accüsed, πέραν των δύο πρώτων άλμπουμ των Onslaught), και μια νέα εποχή ήταν έτοιμη να ξεκινήσει για το συγκρότημα. Η London Records, εν τω μεταξύ, ήταν θυγατρική της Universal Music Group ( η εταιρεία που οι Thin Lizzy είχαν κυκλοφορήσει δύο δίσκους τη δεκαετία του ’70 και πολλά singles -το «Whiskey In The Jar» ανάμεσά τους-, ενώ αργότερα συμπεριέλαβε τους Faith No More στο ρόστερ της). Έτσι, μπορείτε να φανταστείτε ότι είχαν τον τρόπο και τα μέσα να πείσουν τους Onslaught για οποιαδήποτε απόφαση που θα έπαιρναν για το συγκρότημα…Μια από αυτές ήταν να αντικαταστήσουν τον Sy (Simon) Keeler που τραγούδησε στο «The Force» ( ο Paul «Mo» Mahoney ήταν στα φωνητικά του ντεμπούτου, ενώ το line-up της μπάντας άλλαξε αρκετά μετά το “Power From Hell”, καθώς ο μπασίστας Jason Stallard έγινε κατόπιν ο δεύτερος κιθαρίστας τους και ο Paul Mahoney ανέλαβε το μπάσο για να επιτρέψει στον Sy Keeler να πάρει τη θέση του ως τραγουδιστής).
Το 1987, σχεδόν ένα χρόνο πριν ο Grimmet μπει στους Onslaught, κυκλοφόρησαν μια διασκευή του κλασικού «Let There Be Rock» των AC/DC μέσω της Under One Flag. Ο Grimmett μας συστήθηκε με το Shellshock 12″ EP που στην πρώτη πλευρά είχε την ομότιτλη νέα σύνθεση και στην Β πλευρά δύο διασκευές: στο “Confused” (από Angel Witch) και στο “H-Eyes” (από The Ruts). Το 1989 μια νέα έκδοση του «Let There Be Rock» των AC/DC με τον Grimmett στα φωνητικά (μια live εκδοχή του Shellshock στην Β Side) ήταν το τελικό χτύπημα για όλους του θρασάδες, οπαδούς των Onslaught. Οι τελευταίοι είχαν μεταμορφωθεί στην πραγματικότητα σε μια πολύ thrashy N.W.O.B.H.M. μπάντα…Ένα EP που κυκλοφόρησε λίγο πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ, με τίτλο «Welcome Τo Dying», περιείχε ένα νέο 12λεπτο στην λογική των Metallica-εμπνευσμένο κομμάτι με τον ίδιο τίτλο, ουσιστικά μια μπαλάντα (ένα πολύ ωραίο τραγούδι με ένα εξαιρετικό σόλο κοντά στην μέση του τραγουδιού) και την δεύετρη πλευρά να περιέχει την διασκευή από Van Halen στο «Αtomic Punk» και άλλη μια στο «Nice ‘n’ Sleazy» των Stranglers, που απλά έκαναν τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα για τους Onslaught.
Οι Onslaught ξεκίνησαν ως μια hardcore punk μπάντα και κυκλοφόρησε πολλά demo σε αυτό το ύφος, πριν από την στροφή προς τα πιο γνωστά Τhrash Metal μονοπάτια, οπότε σχεδόν όλοι ήταν σοκαρισμένοι με τη διαφορετική προσέγγιση. Στην πραγματικότητα η μπάντα γράφει και πάλι με την ίδια φόρμουλα (με τον Nige Rockett, lead κιθαρίστα να έχει τον ρόλο του του κύριου συνθέτη τους), αλλά καθώς ο Grimmett δεν είχε την ίδια χροιά με τον Keeler, και σε αντίθεση με τις φύσει δεξιότητές τοy και ένα εντελώς διαφορετικό φάσμα από τους 2 προηγούμενους τραγουδιστές του συγκροτήματος, οι οπαδοί των Onslaught ήταν πραγματικά αντιμέτωποι με ένα εντελώς διαφορετικό σχήμα.
Αν το συγκρίνουμε με τα δύο προηγούμενα άλμπουμ (παρά το γεγονός ότι είναι δύο εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις μεταξύ τους), δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς ότι λείπει αυτό το evil συναίσθημα, παραμένοντας βέβαια αρκετά επιθετικό, όπως επίσης υπάρχουν επιρροές από Metallica τέλη της δεκαετίας του ’80 εποχής στον ήχο, και μια γενικότερη αύρα στις κιθάρες που συνδυάζουν heavy thrash riff με θαυμάσιες lead μελωδίες (με πολύ πιο ισχυρό drumming και ευδιάκριτο μπάσο), και μια στιβαρή και καθαρή παραγωγή που βοηθά με όλα τα μέσα για να λάμψει το τελικό αποτέλεσμα. Κάποιοι θα γκρινιάξουν για τη διάρκεια των τραγουδιών, αλλά θυμηθείτε πως το άλμπουμ γράφτηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 όταν οι Metallica επισκίαζαν τα πάντα και άλλες μπάντες προσπαθούσαν να γράψουν πλέον μεγαλύτερα σε διάρκεια κομμάτια, σαν κι αυτούς.
Παρά ταύτα και παρόλα αυτά, ομολογώ πως το «In Search Of Sanity» είναι σπουδαίο άλμπουμ που πραγματικά απολαμβάνω να ακούω. Ο Steve Grimmett και εδώ είναι φοβερός και το άλμπουμ έχει απίστευτα τραγούδια, εκπληκτικά σόλο και riff, διακριτό μπάσο και πολύ δυναμικά ντραμς. Ξεκινά με μια σειρά από ηχητικά εφέ, ένα αχρείαστα μεγάλο 5λεπτο intro με τίτλο «Asylum», αλλά στη συνέχεια τα πράγματα γίνονται σοβαρά. Το track listing περιλαμβάνει άρτια thrash τραγούδια όπως τα «In Search Of Sanity», «Shellshock», «Lightning War», «Blood Upon The Ice» και «Power Play» που δένουν τέλεια με την μπαλάντα «Welcome Τo Dying» και τις δύο διασκευές που προηγουμένως είχαν κυκλοφορήσει σε προηγούμενα singles («Let There Be Rock» και «Confused»). Είναι εύκολο να καταλάβεις γιατί οι φανατικοί παραδοσιακοί οπαδοί τους τους εγκατέλειψαν, αλλά η ποιότητα αυτού του δίσκου έπρεπε να τους ανοίξει νέους ορίζοντες και να τους πάει σε μεγαλύτερο κοινό. Μόνο που δεν το κατάφερε. Ένα μόλις χρόνο μετά την κυκλοφορία του δίσκου ο Steve έφυγε και αντικαταστάθηκε από τον Tony O’Hora, αλλά η ζημιά είχε γίνει και η ευκαιρία είχε χαθεί για πάντα.