Είδος:Progressive Death Metal, Progressive Rock
Χώρα: Σουηδία
Εταιρία:Nuclear Blast Records, Moderbolaget Records
Έτος: 2019
Να ξεκινήσω? Έχει νόημα να εξηγήσω ποιοι είναι οι Opeth? Όχι, όχι δεν έχει. Αλλά ας τα πούμε γιατί αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα releases της χρονιάς. Με πλέον 13 δίσκους οι Σουηδοί γίγαντες είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και σημαντικά ονόματα στην progressive μουσική. Το ιδιαίτερο πάντρεμα death metal με 70s στοιχεία που άρχισε να εξελίσσεται σταδιακά από τα παλαιότερα και βαρύτερα άλμπουμ τους χαρακτήρισε τη σκηνή και προξένησε άπειρους μιμητές. Επί σχεδόν 25 χρόνια οι Akerfeldt και συνοδεία αλλάζουν με κάθε δίσκο τους εαυτούς τους και το περιβάλλον τους και συστηματικά με ξεπερνά η ικανότητα τους να διατηρούνται καλλιτεχνικά ασυμβίβαστοι αλλά και αναζωογονημένοι.
Πολλούς δίχασε η απόφαση του Mikael από το ‘11 και μετά με το ‘Heritage’ να στραφεί το συγκρότημα σε μία πιο αγνά αναχρονιστική κατεύθυνση, αγκαλιάζοντας τις 70s επιρροές τους, διατηρώντας το εδραιωμένο Opeth-ness τους και – το πιο σημαντικό – εγκαταλείποντας τα εμβληματικά death growls τους. Μεγάλο το πλήγμα, άλλωστε είχαμε τις θεωρίες μας ότι στο λαιμό του κρύβεται η αληθινή πύλη προς την κόλαση και εκείνη η τρύπα στο Τουρκμενιστάν είναι απάτη. Παρ’ όλα αυτα με μία σειρά δίσκων όπως το πειραματικό ‘Sorceress’ και το ισχυρό θεματικα ‘Pale Communion’ μας απέδειξαν ότι το όραμα τους είναι ακόμα ζωντανό και έχουν ακόμα το άγγιγμα του Μίδα. Δυστυχώς δεν ήταν όλα ρόδινα, καθώς παρά την ικανότητα των Swede squad να σε ταξιδέψουν στη διάστασή τους με ευκολία, αυτά τα άλμπουμ μας άφηναν να με την προσδοκία για κάτι χωρίς σχήμα και προσδιορισμό το οποίο έλειπε από τα πονήματα της νέας τους εποχής.
Το οποίο μας φέρνει στο προ ολίγων ημερών κυκλοφορηθέν ‘In Cauda Venenum’. Ο δίσκος βγήκε σε 2 γλώσσες, πρωτοφανές για το συγκρότημα αν και είχαν γράψει μεμονωμένα κομμάτια στη μητρική τους στο παρελθόν με μεγάλη επιτυχία. Με 10 τραγούδια και διάρκεια λίγο πάνω από 60 λεπτά, εξωτερικά δείχνει να είναι μια τυπική φάση για τα παιδιά, αλλά το περιεχόμενά του είναι κάθε άλλο.
Τώρα θα είμαι ειλικρινής, ειδικά για το tl;dr: Είμαι πλήρως biased καθώς η μπάντα σχημάτισε τα εφηβικά μου χρόνια σχεδόν μονοπωλιακά, αλλά αυτός είναι ο δίσκος προς τον οποίο έχτιζαν μέχρι τώρα. Αυτό είναι το ζενίθ της διαδρομής. Συνεχίζουν φυσικά αδιάλειπτα με τον 70s ήχο στις κιθάρες και ισχυρό rhythm section από τον Axe και τον Martin Mendez το οποίο θα τολμούσα να συγκρίνω με τις μέρες Blackwater Park σε ένταση και συνοχή. Γνωστοί και αγαπημένοι συντελεστές συνοδεύουν όπως πάντα τα αναλογικά συνθεσάιζερ και το πανταχού παρόν mellotron. O Mikael με έντονα φορτισμένα καθαρά vocals και κιθάρες δίνει ένα από τα ικανότερα performances της καριέρας τους με την ακατέργαστη βαρύτονη φωνή του να οδηγεί κάθε κομμάτι. Ένας ιδιαίτερα καλός λόγος αξίζει για τη σουηδική εκδοχή του δίσκου, στην οποία τραγουδώντας σε πιο οικείο πλαίσιο ο frontman σκαρφαλώνει το language barrier για να μας μεταδώσει ακόμη εντονότερα το συναισθηματικό περιεχόμενο των στίχων του.
Σε μία περίοδο της καριέρας τους που οι περισσότερες μπάντες κάνουν τσουλήθρα σε συνθετική ικανότητα, οι ήρωες μας καταφέρνουν να διατηρήσουν φρεσκάδα και ευρηματικότητα κάνοντας τον δίσκο ένα τρένο μέσα από είδη, ηχητικές τεχνοτροπίες και αισθητικές. Με συγκινητικές για τους old school fans βαριές στιγμές όπως το ‘Heart in Hand’ και το ‘Continuum’ αλλά και αινιγματικούς συνδυασμούς δεν-ξέρω-γιατί-αυτό-δουλεύει-αλλά-δουλεύει όπως το ‘Charlatan’ με το το jazz swing πιάνο του και το ‘The Garroter’, ένα σχεδόν campy κομμάτι σε σενάριο Tim Burton, ο δίσκος είναι μία εξόρμηση μέσα στο φάσμα των ικανοτήτων τους.
Βέβαια, τα κομμάτια τείνουν να είναι σχετικά μεγάλα και ίσως δύσπεπτα για κάποιους, το οποίο καθιστά το ‘In Cauda Venenum’ έναν όχι ιδιαίτερα καλό δίσκο για πρωτάρηδες στη μπάντα, έχοντας πολλή tribal επανάληψη και εκτεταμένα instrumental sections. Παρ’ όλα αυτά δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να βρω κάτι ειλικρινά κακό να καταλογίσω στο άλμπουμ.
Οπότε τελικά το ομολογώ, είμαι ερωτευμένος. Αυτός ο δίσκος μου θύμισε τις παλιές καλές μέρες που πίναμε μπύρες στις πλατείες και την βλέπαμε μηδενιστές ακούγοντας το ‘Damnation’ και το ‘Ghost Reveries’. Η νοσταλγική πλευρά της κυνικής καρδιάς μου σκίρτησε και το verdict βγήκε μόνο του: Η αισθητική είναι συνεκτική, η σύνθεση δεν τραυλίζει, σε παίρνει από την πρώτη νότα και σε ταξιδεύει σε ένα πρωτόγνωρο μέρος με συνοδεία από οικεία πρόσωπα. Όντας σαφές και εστιασμένο, ποικιλόμορφο αλλά δεμένο, το ‘In Cauda’ ισορροπεί ανάμεσα στο ακραίο και το απόκοσμο. Είπα ότι είχα να πω, ακούστε το και θα με θυμηθείτε. Eγώ μια και τελείωσα το γράψιμο αυτό πάω να κάνω.