Το Prince Of The Poverty είναι το τέταρτο στούντιο άλμπουμ των Βρετανών πρωτοπόρων του folk, Skyclad. Βγήκε στις 22 Μαρτίου του 1994 και πιστεύω ότι η 25η επέτειος της κυκλοφορίας του είναι μια εξαιρετική δικαιολογία για να θυμηθούμε γιατί είναι το πιο λαμπρό άλμπουμ του ιδιώματος του και ένας από τους καλύτερους δίσκους που μας προσφέρουν τα 90’s.

Trapped In A World I No Longer Feel Part Of

Λόγια Από Τον Γιώργο Τσέκα: Το 1994 ήμουν ήδη τινέιτζερ και είχα τρία τέσσερα χρόνια που καταλάβαινα πως η μουσική ναι μεν είναι μια, αλλά την κατηγοριοποιούμε. Και μάλιστα, όχι όπως με αυτό το ανόητο δίπολο «ελληνικά και ξένα» που οι μεγαλύτεροι μου, σε μια εντελώς κιτς ελληνικούρα, το έκαναν. Βέβαια και εγώ με μια αφέλεια, που τώρα βαπτίζω ρομαντισμό, έβλεπα καθετί που ανήκε στον σκληρό ήχο, σαν χεβι  μέταλ. Την χρόνια εκείνη λοιπόν περίμενα πως και πως την κυκλοφορία των Youthanasia και Divine Intervention που θα έβγαιναν μετά το καλοκαίρι -όπως είχα διαβάσει στο Hammer-, αλλά κυρίως για το Black Hand Inn που έβγαινε στο τέλος Μαρτίου, ώστε να πλουτίσω την τότε πάμπτωχη δισκοθήκη μου. Είχα μαζέψει από το χαρτζιλίκι μου σιγά-σιγά κάθε Σαββατοκύριακο που κρατούσα ένα περίπτερο για τέσσερις ώρες, για να κοιμηθεί ο μερακλής-παππούς ιδιόκτητης  του. Εκατό δραχμές εκατό δραχμές κουτσά στραβά έφτανες τις είκοσι χιλιάδες πάνω κάτω (συν ότι μου έδινε ο γέρος μου) που απαιτούνταν για να πάω στην Αθήνα με τραίνο και για την αγορά του Black Hand Inn, συν ένα ακόμα που θα  προέκυπτε μέχρι τότε ή θα το είχε προσφορά ευκαιρία στο δισκάδικο. Το προηγούμενο καλοκαίρι είχε πέσει στα χέρια μου μια κασέτα με περίεργες επιλογές που ανάμεσα στο Master Of The Wind των Manowar και το Love Is Like Oxygen των Sweet χωρούσε και μια διασκεύαρα σε Thin Lizzy χωμένη ανάμεσα. Νομίζω έστω και τώρα χρωστάω ένα «ευχαριστώ» στο τότε 29 χρονο -υπάλληλο σε  γκαράζ στάθμευσης στην Καλυψούς που έμενε ακόμα με την μάνα του και κυκλοφορούσε με ντραμστικ και μια τρύπια μπλούζα Iron Maiden κάθε μέρα-  που με μπάνισε με μπλουζάκι Motorhead και μπήκε στο κόπο να με «μορφώσει». Ούτε που θυμόμουν το όνομα του συγκροτήματος αλλά δεν έβγαινε από το μυαλό μου η λυρικότητα και η γλυκιά μελωδία του βιολιού που έντυνε το κομμάτι. Πέρασαν κάποιοι μήνες και το ποσό μαζεύτηκε όποτε το άλλο σουκού δεν θα πήγαινα στο περίπτερο και θα κατέβαινα Αθήνα, ήταν και τα γενέθλιά μου εκείνες τις ημέρες, ώστε να δω τους παλιούς μου συμμαθητές και φίλους. Κατεβαίνοντας κέντρο οι άλλοι της παρέας αγόρασαν το Hall of the Mountain King και το Heaven and Hell ο Κυριάκος και Saxon και Ozzy (μόνο) ο Κώστας (κλασσικά). Ενώ  ψαχούλεψαμε όλα τα σιντί και τα βινύλια από τα μαγαζί τουλάχιστον δυο φορές πήγαμε στο ταμείο. Και ξάφνου είδα ένα πόστερ που διαφήμιζε το καινούριο Skyclad. Να ρε μαλάκες Skyclad! Το προηγούμενο βράδυ ανάμεσα στις συμβουλές να μην παρασυρθούμε και να αγοράσουμε ότι είχαμε στο μυαλό μας (αφού κάθε φορά την πατούσαμε), είχα φάει σκάλωμα και μιλούσα για το Emerald, χωρίς να θυμάμαι το όνομα του συγκροτήματος ή όποια πληροφορία πέρα πως ήταν διασκευή σε Lizzy, πιο επιθετικό στην φωνή και είχε ένα μαγικό βιολί…Skyclad λοιπόν. Τότε ούτε ήξερα τι θα πει ποιητικός λόγος και πύρινη γλώσσα, επαναστατικοί και συνάμα υψηλής αισθητικής στίχοι. Ούτε ήξερα το επιβλητικό παρελθόν των μελών του Βρετανικότερου και φλεγματικότερου σχήματος που θα συναντήσω σαν ακροατής και οπαδός τα επόμενα 25 χρόνια που θα ακολουθούσα το μεταλλικό αριστερό μονοπάτι. Το εντυπωσιακό εξώφυλλο με κέρδισε με το καλημέρα, ενώ μόλις πήγαμε στο σπίτι του Κυριάκου, ουδείς εκ των παιδιών, δεν φάνηκαν να συμμερίζονται τον ενθουσιασμό μου. Που κακά τα ψέματα ήταν υπερβολικός, μιας και τότε δεν μπορούσα να αντιληφθώ το μεγαλείο του άλμπουμ και του συγκροτήματος. Τα φωνητικά του Walkyier, σε συνδυασμό με τα σκοτεινά βιολιά, τα θλιμμένα πλήκτρα και τις θυμωμένες ξυραφένιες κιθάρες πάντρευαν τέλεια το folk με το metal αγγίζοντας καθημερινά προσωπικά προβλήματα, αλλά και κοινωνικοπολιτικά μιλώντας για την ταξική διαίρεση, την απληστία, την έλλειψη στέγης που αντιμετωπίζουν συνάνθρωποι μας και στον Δυτικό Κόσμο και την κατάθλιψη που τρώει τα σωθικά του σύγχρονου ανθρώπου. Στο πέρασμα του χρόνου έμελλε ο δίσκος αυτός να ήταν το κομβικό σημείο της μουσικής μου ενηλικίωσης.  Η στιγμή της αγοράς του σήμανε την απαρχή της αλλαγής νοοτροπίας από καταναλωτής σε κοινωνό πολιτισμού, και το πως αντιλαμβάνομαι ένα μουσικό δίσκο σαν έργο τέχνης και όχι σαν προϊόν αλλά σαν δημιούργημα. Την ίδια μέρα ξεκίνησε και η εμβάθυνση στην κουλτούρα των ουρανόντυμένων που μου χάρισε απλόχερα, όπως σε όσους μύστες αφέθηκαν στην μαγεία τους, την άκρη του μίτου της Αριάδνης  για να κινηθώ/ουμε στους  μουσικούς λαβυρίνθους της αδηφάγου μουσικής βιομηχανίας και του άκρατου καταναλωτισμού. 25 χρόνια μετά εξακολουθεί να είναι ένας από τους αγαπημένους μου δίσκους, για τον απλούστατο λόγο πως διατηρεί την φρεσκάδα του, την επικινδυνότητα του καθώς και την αμεσότητα του χωρίς να χάνει σε διαχρονικότητα και αξία, ενώ ανακατεύει με μαεστρία την εμπνευσμένη και επιθετική μουσική, την λαϊκή σοφία και τις αρετές των παγανιστικών δοξασιών με τις αξίες του απλού ανθρώπου και την ταξική συνείδηση. Είναι πιο δύσκολο αυτό που κατάφεραν στο Prince of the Poverty Line οι Skyclad, από όσο ακούστηκε και αυτό το κάνει ακόμα πιο σπουδαίο άλμπουμ.

Liner Notes: Track by Track

Λόγια Από Τον Steve Ramsey: Επιλέξαμε το πρώτο τραγούδι στο άλμπουμ, τη μουσική του οποίου έγραψε ο Graeme, να είναι το Civil War Dance λόγω της μεγάλης εισαγωγής του. Κτίζεται ξεκινώντας από τα τύμπανα, και προστίθενται τα υπόλοιπα όργανα ένα προς ένα και η φωνή. Στην περιοδεία για το άλμπουμ το παίξαμε κανονικά αντί να χρησιμοποιήσουμε ένα προηχογραφημένο intro και ανεβαίναμε στην σκηνή ένας ένας ξεκινώντας από τον Keith στα τύμπανα. Θυμάμαι ότι αυτό ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό σε μια sold out συναυλία που κάναμε στο Λονδίνο στο διάσημο Marquee Club εκείνο το έτος.

Το δεύτερο τραγούδι, Cardboard City, το έγραψε ο Martin, για τη μεγάλη δυστυχία της αυξανόμενης έλλειψης στέγης στο Λονδίνο εκείνη την εποχή, ένα πρόβλημα που εξακολουθεί να υφίσταται στη χώρα μας μέχρι σήμερα. Ένα από τα τραγούδια με τα πιο ευδιάκριτα (και σπουδαία) πλήκτρα στο άλμπουμ, χρησιμοποιώντας ήχους που ήμουν πλέον σε θέση να δημιουργήσω, ειδικά για τραγούδια, χρησιμοποιώντας το midi workstation που τότε μόλις είχαμε αποκτήσει. Αυτό ήταν το μοναδικό άλμπουμ που ηχογράφησε μαζί μας η Cath (Catherine Howell) και το πρώτο της όργανο ήταν το πιάνο με το βιολί σαν δεύτερο. Διαθέτει ένα από τα σπουδαιότερα σόλο που έπαιξε με τα keyboard της. Χρησιμοποιήσαμε τα χτυπήματα του Big Ben για να συνδεθούμε/να μας συσχετίσουν με την πρωτεύουσα μας.

Αν και βαρύ μέσα στο άλμπουμ το τρίτο τραγούδι κατά σειρά σε αυτό, το Sins of Emission θα γινόταν αγαπημένο του κόσμου μετά την επαναηχογράφησή του για το ακουστικό σετ που θα το σκαρώναμε και θα περιοδεύαμε με αυτό αργότερα.

Η μουσική για το Land of the Rising Slum ήταν στην πραγματικότητα ένα είδος χορευτικής ακολουθίας που ο Graeme είχε ανακατευτεί, ενώ μαθαίναμε πώς να χρησιμοποιούμε τους sequencers κλπ. με τα keyboard. Ο Martin το άκουσε και είχε αμέσως μια ιδέα για στίχους σε ένα είδος ραπαρίσματος, και τότε ήταν δουλειά μου να προσθέσω κιθάρα και να το «βαρύνω» σαν τραγούδι. Ένα ακόμα μεγάλο σόλο στα πλήκτρα από την Cath.

Το One Piece Puzzle είναι η μεγάλη folk μεταλλική μπαλάντα του άλμπουμ. Θυμάμαι λόγω εργασιακών δεσμεύσεων κ.λπ. μόνο ο Keith (ο τότε ντράμερ τους που πέθανε το 2008) και εγώ ήμασταν στο στούντιο να τζαμάρουμε μαζί όταν ξεκινήσαμε να το γράφουμε. Ήταν ένας σπουδαίος μουσικός για να δουλέψεις και ήταν ένας διασκεδαστικός τρόπος για να βάλεις τα θεμέλια του τραγουδιού.

Τα κομμάτια στην Β’ πλευρά του δίσκου ήταν και πάλι ένα μείγμα από οδηγούς τραγουδιών με πλήκτρα και βιολί. Στο On Dog in a Manger υπάρχει ένα μικρό cameo από τον Tony (Abaddon) από τους Venom όπου ουσιαστικά απαγγέλει μια λέξη στο μεσαίο τμήμα.

Ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια στο άλμπουμ είναι το Womb of The Worm με τις μεγάλες κιθάρες και τους μεγάλους ήχους των keyboard. Καταφέραμε επίσης να συμπεριλάβουμε μερικά γυναικεία φωνητικά στο ρεφραίν σε αυτό το κομμάτι, από την Cath.

Liner Notes: The Producer or else the hidden band’s member

Λόγια Από Τον Kevin Ridley: Το “Prince of the Poverty Line” ήταν το τέταρτο άλμπουμ που συμμετείχα σαν παραγωγός και το δεύτερο που μιξάραμε στο Rockfield Studio στο Monmouth της Ουαλίας. Η προπαραγωγή, τα κομμάτια και η μίξη έγιναν όπως και στα προηγούμενα τρία άλμπουμ, όπου η μπάντα έγραφε και πρόβαρε τα κομμάτια όσο καλύτερα μπορούσε πριν μπουν στο στούντιο. Η συγκέντρωση των ηχογραφήσεων έγινε στο Lynx Studio του Newcastle – που άνηκε στην εταιρεία management τότε. Ένα πιο επαγγελματικό studio κλείστηκε για μερικές έξτρα ηχογραφήσεις (πάντα γινόταν αυτό) αλλά και λίγη παραπάνω μίξη. Εφόσον η μπάντα ήταν σε περιοδείες συνεχώς εκείνη την εποχή, δεν υπήρχε ποτέ αρκετός χρόνος γι’αυτά και η μίξη έπρεπε να ολοκληρωθεί κατά την ήσυχη περίοδο των Χριστουγέννων, όταν τυχαία και οι ώρες στο στούντιο ήταν φθηνότερες. Θυμάμαι ότι μπορέσαμε να χρησιμοποιήσουμε το Rockfield επειδή μια άλλη μπάντα έκανε διάλειμμα ενώ ήταν εκεί από την προηγούμενη χρονιά! Ο βασικός λόγος που χρησιμοποιήσαμε αυτά τα στούντιο για τη μίξη είναι ότι προσέφεραν μια πληθώρα από μηχανήματα και, για την περίπτωση του Rockfield, κανονικό reverb δωμάτιο. Φαίνεται ότι ο κάθε δίσκος των Skyclad ήταν διαφορετικός για μας από τον προηγούμενο, κυρίως επειδή άλλαζαν τα μέλη συχνά (όχι περισσότερα από δύο άλμπουμ ηχογραφήθηκαν από το ίδιο line up και αυτό θα ήταν το τελευταίο με τον Cath Howell) αλλά επίσης επειδή αλλάζαμε στούντιο και δοκιμάζαμε νέα τεχνολογία. Το δεύτερο ισχύει αρκετά για το “Prince of the Poverty Line”, που το αναφέρω ως το άλμπουμ των πλήκτρων. Ο δίσκος ήταν τόσο διαφορετικός, επειδή ο Jonas Ark είχε δώσει βάση στην ατμόσφαιρα, ήταν και πιο βαρύ άλμπουμ που έθιγε πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, όπως το θέμα των άστεγων. Κατά τη διάρκεια των συνθέσεων η μπάντα είχε ένα midi πιάνο για να γράψει τα ντέμο – παλιότερα χρησιμοποιούσαν οκτακάναλη κασέτα. Για παράδειγμα, κρατήσαμε το ψηφιακό kick στα drums στο “Cardboard City”, όχι επειδή δε μπορούσε να παιχτεί, αλλά θέλαμε να ακούγεται σαν υπολογιστής. Αυτό εν τέλει ήταν μια χαρά φυσικά. Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να βάλουμε ένα από τα κομμάτια στο μίκτη με SMPTE κώδικα και να ελπίσουμε ότι το midi θα το πιάσει σωστά. Πίστεψέ με δεν έτρεχε πάντα σωστά και τότε το να γράψουμε και να κάνουμε edit τα κομμάτια ήταν βασανιστικό. Και αυτά τα κομμάτια πλήκτρων – με τους σύνθετους ήχους τους – ακόμα μας στοιχειώνει μέχρι και σήμερα. Φαίνεται ότι οι Skyclad και η τεχνολογία δεν τα πάνε καλά. Άλλα πράγματα που μπορούμε να αναφέρουμε για τις μέρες των ηχογραφήσεων είναι το sampling και τα ηχητικά εφέ και η διαδικασία μίξης. Από το πρώτο δίσκο των Skyclad πάντα προσθέταμε ήχους στα τραγούδια (ας πούμε, τα καμπανάκια στο “Big Ben” και η πορεία στο “Civil War Dance”), ή καλύτερα, το να βάζουμε μικρά ηχογραφημένα σκηνικά, και αυτό το άλμπουμ ήταν από τα πιο περίπλοκα όσον αφορά αυτό μέχρι τότε. Θέλαμε να δώσουμε την αίσθηση ότι κάποιος περπατάει στον υπόγειο σταθμό του Λονδίνου, με τον busker μας (ένας νεαρός που δούλευε στο στούντιο του Newcastle) που πήρε και μερικά χρήματα για τις προσπάθειές του. Καλύτερα ακούγεται με ακουστικά για τις λεπτομέρειες. Συνολικά για τον ήχο του δίσκου. Ο Steve (Ramsey) σκεφτόταν ότι το προηγούμενο άλμπουμ (Jonah’s Ark) ήταν υπερβολικά ευγενικό και γυαλισμένο (αυτό σημαίνει περισσότερα drums και φωνητικά, όχι αρκετές κιθάρες). Γι’αυτό το δίσκο έκανα περισσότερη από την ηχογράφηση και τη μίξη εγώ, και αυτό σημαίνει πολλές ώρες και κουρασμένα αυτιά – ειδικά αφού θέλαμε τις κιθάρες να τα κόβουν όλα, και νομίζω ότι πέτυχε αρκετά στο άλμπουμ. Τέλος, ανέφερα ότι οι δίσκοι ολοκληρώθηκαν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, ήταν διακοπές και αυτό σήμαινε πάρτι για το συγκρότημα. Όλοι κάλεσαν τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους, τις κοπέλες τους, φίλους και μερικούς από τους ντόπιους για εκείνη την Πρωτοχρονιά. Δεν ήταν μόνο δουλειά και καθόλου χαρά, αν και πάντα ήμασταν με λειψό budget και πολύ αυστηρό πρόγραμμα.