Last Updated on 11:40 by Nikos Nakos
Οι Offspring επιστρέφουν στη χώρα μας έπειτα από 16 ολόκληρα χρόνια και αυτή είναι αναμφισβήτητα μία από τις σημαντικότερες συναυλίες για το 2024. Μπορεί να ανήκουν στο punk rock αλλά σίγουρα είναι ευρέως αποδεκτοί σε όλους τους οπαδούς του σκληρού ήχου. Σχηματίστηκαν το 1984 στην Καλιφόρνια και από τότε εξελίχτηκαν σε ένα από τα εμβληματικότερα συγκροτήματα της γενιάς τους. Πάμε να δούμε τους 10 βασικότερους μουσικούς τους σταθμούς που τους έφεραν μέχρι το σήμερα. Αναφερόμαστε μόνο σε full length δουλειές καθώς οι εμφανίσεις τους σε συλλογές, soundtracks αλλά και τα singles λόγω της εμπορικότητας τους είναι πραγματικά πολλά. Έχουν κυκλοφορήσει επίσης 5 EPs. Όλα με τον τρόπο τους, βοήθησαν στο να χτίσουν το μύθο τους αλλά ας δούμε την εξέλιξη τους μέσα από τις ολοκληρωμένες τους δουλειές.
The Offspring (1989)
Χρειάστηκαν 5 χρόνια από την ίδρυση τους για να κυκλοφορήσουν τον πρώτο τους δίσκο. Αν ακούσει κάποιος το ντεμπούτο των Offspring, έχοντας ακούσει πρώτα τη μεσαία περίοδο τους, ( πολύ πιθανό σενάριο αυτό! ) θα ακούσει ουσιαστικά ένα άλλο συγκρότημα. Ο ήχος είναι πιο ωμός και τραχύς σε σχέση με ό,τι ακολούθησε και λείπουν τα συναυλιακά ρεφρέν που παρουσίασαν κατά κόρον στην καριέρα τους. Ακόμη και τα φωνητικά του Holland ακούγονται πιο άγουρα και τραχιά, συμπληρώνοντας ταιριαστά το μουσικό σκέλος. Ο ήχος αυτός, επειδή είναι ιδιαίτερος και συγκεκριμένος, έχει και το φανατικό του κοινό. Το ίδιο το συγκρότημα βέβαια, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, δεν παίζει υλικό από εδώ μέσα. Δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα αδιάφορο album απλά δεν ήταν καθόλου ενδεικτικό για το τι θα επακολουθούσε. Για του λόγου το αληθές, να πούμε ότι πούλησε 5.000 αντίτυπα και χρειάστηκαν σχεδόν 2,5 χρόνια για να συμβεί αυτό. Ήταν ο δίσκος που τους έβαλε στον χάρτη αλλά σαφώς σε underground επίπεδο. Να πούμε επίσης, ότι οι επανεκδόσεις του δίσκου έχουν διαφορετικό εξώφυλλο. Η πραγματική σύγχυση όμως βρίσκεται αλλού. Το τραγούδι “Kill the President”, για τους λόγους που εύκολα φανταζόμαστε, δεν υπάρχει σε όλες τις επανεκδόσεις. Ακόμη και στον “ελεύθερο” κόσμο του διαδικτύου, μπορεί κάποιος να βρει ολόκληρο τον δίσκο με την απουσία του εν λόγω κομματιού. Ιστορικός δίσκος λοιπόν υπό πολλαπλά πρίσματα.
Ιgnition (1992)
Το 1991 κυκλοφoρούν το EP “Baghdad”. Η μικρή του επιτυχία, πείθει την Epitaph να τους υπογράψει, έστω και σε κλίμα αμφιβολίας αρχικά. Το “Ignition” κυκλοφορεί την επόμενη χρονιά και εδώ αρχίζουν να παίρνουν σάρκα και οστά οι Offspring που στη συνέχεια εκτοξεύτηκαν εμπορικά. Θα έλεγα πως το “Ignition” είναι το σταθερό σκαλοπάτι που έπρεπε να μεσολαβήσει ανάμεσα στη συστατική επιστολή του ντεμπούτου τους και την εκτόξευση του “Smash”. Είναι ένας πολύ καλός δίσκος, κάτι που αποτυπώθηκε και πρακτικά. Οι Offspring γίνονται γνωστοί στην ευρύτερη περιοχή της Καλιφόρνια, καταφέρνουν να περιοδεύσουν εκτενέστερα και μπαίνουν σε πολλές λίστες περιοδικών ανά τον κόσμο για το 1992. Δεν πρέπει επίσης, να ξεχνάμε ότι τη χρονιά εκείνη το grunge, ειδικά στην Αμερική, σάρωνε τα πάντα στο πέρασμα του. Οι Offspring θα έπρεπε απλά να περιμένουν άλλα δύο χρονιά για να το επιτύχουν αυτό. Ενδεικτικό πάντως της αποδοχής του “Ignition”, είναι το γεγονός ότι την εποχή προώθησης του, περιόδευσαν με τους ήδη καταξιωμένους NOFX και τους επίσης ανερχόμενους Pennywise. Σημαντικότερο όμως όλων είναι, ότι οι Offspring μέσα από τον δίσκο αυτό, άρχισαν να βρίσκουν τον προσωπικό τους ήχο και να ξεχωρίζουν από τον σωρό.
Smash (1994)
Η άποψη ότι ο τρίτος δίσκος είναι κομβικός για την καριέρα ενός συγκροτήματος, βρίσκει στο “Smash” την απόλυτη παραδοχή της. Είναι αναμφισβήτητα ο δούρειος ίππος του συγκροτήματος, που άλωσε το mainstream και έβαλε μαζί με το “Dookie” των Green Day, το punk rock σε πολλά σπίτια. Κάποιοι θα το πούνε pop punk, κάποιοι άλλοι skate punk, σημασία έχει όμως ότι το “Smash” αποτελείται από εξαιρετικά τραγούδια. “Nitro”, “Gotta Get Away”, “Genocide”, “Come Out and Play” και “Self Esteem”, είναι μερικά από τα τραγούδια που στιγμάτισαν μια ολόκληρη γενιά σε όλο τον κόσμο. Κάποια από αυτά μπήκανε στο set list των Offspring και δεν βγήκανε ποτέ. Και αν όλα αυτά, μοιάζουν κάπως πιο συναισθηματικά, εδώ μίλησε και η αλήθεια των αριθμών. Πάνω από 11 εκατομμύρια πωλήσεις παγκοσμίως, τη στιγμή που το “Ιgnition” είχε πουλήσει σε 2 χρόνια, 15.000 αντίτυπα. Η επιτυχία βέβαια του “Smash”, έστρεψε το ενδιαφέρον του κόσμου γενικότερα στους Offspring και έτσι ξεπέρασε και το “Ignition” το ένα εκατομμύριο τα επόμενα χρόνια. Το συγκρότημα μπήκε με περιορισμένο budget και να ηχογραφήσει αλλά και να γυρίσει το video clip του “Come Out and Play”, σε μια εποχή που τα video clip ήταν βασικό μέσα προώθησης ενός δίσκου. Το “Smash” άλλαξε μεμιάς και για πάντα τα δεδομένα για τους Offspring, μια επιτυχία που σύμφωνα με δηλώσεις τους, δεν περίμεναν ούτε οι ίδιοι.
Ixnay on the Hombre (1997)
Με σπασμένα τα φρένα από την επιτυχία του “Smash”, οι Offspring μπαίνουν στο studio για να ηχογραφήσουν τον διάδοχο του. Τα όσα είχαν καταφέρει, έστρεψαν πάνω τους τα φώτα και έτσι προέκυψε και το δισκογραφικό συμβόλαιο με μην πολυεθνική Columbia. Με άλλο budget πλέον αλλά και και με λιγότερη πίεση χρόνου στο studio, ηχογραφούν το “Ixnay on the Hombre”. Βέβαια, υπήρχε μια άλλη, μάλλον μεγαλύτερη πίεση. Να αποδείξουν ότι η επιτυχία του “Smash” δεν ήταν πυροτέχνημα και πως θα καταφέρουν να ανταπεξέλθουν στο νέο, “ενισχυμένο” τους status. Η αλήθεια είναι ότι τα κατάφεραν περίφημα. Συνεχίζουν στην ίδια λογική σύνθεσης, έχουν πολλή έμπνευση και δημιουργούν έναν δίσκο γεμάτο instant classics που μπήκε στο νούμερο 9 του Billboard. Ενδεικτικά να αναφέρουμε τα “All I Want”, “Gone Away”, “The Meaning of Life” και “Ι Choose”. Πλέον έχουν καθιερώσει τον δικό τους ήχο, με χαρακτηριστικές μελωδίες και μπασογραμμές, όπως και ξεσηκωτικά ρεφρέν. Η καθολική αποδοχή του “Ixnay on the Hombre”, θα φανεί και στην παγκόσμια περιοδεία που θα ακολουθήσει για την προώθηση του. Μέσα σε έναν χρόνο, οι Offspring θα παίξουν σε Η.Π.Α., Καναδά, Βραζιλία, Ευρώπη, Αυστραλία και Ιαπωνία. Το συγκρότημα αντιλαμβάνεται το momentum της ανοδικής του πορείας και δεν θα καθυστερήσει για το επόμενο χτύπημα.
Americana (1998)
Το “Americana” όχι μόνο κυκλοφορεί σε λιγότερο από 2 χρόνια από τον προκάτοχο του αλλά αποδεικνύεται ακόμη πιο επιτυχημένο. Για την ακρίβεια, μπορεί να συγκριθεί μόνο με το “Smash” σε δύο βασικούς άξονες. Ο πρώτος είναι ότι οι δύο προαναφερθέντες δίσκοι είναι αυτοί που έχουν με διαφορά πουλήσει περισσότερο, με το “Smash” βέβαια να παραμένει πρώτο σε πωλήσεις. Ο δεύτερος είναι ότι και εδώ τα μισά τραγούδια του δίσκου έγιναν instant classics. “Ηave You Ever”, “Staring at the Sun”, “Pretty Fly (For a White Guy), “The Kid’s Aren’t Alright” και “Why Don’t You Get a Job?” είναι σίγουρα κάποια από αυτά. Όσοι προλάβαμε την κυκλοφορία του δίσκου σε πραγματικό χρόνο, θυμόμαστε ότι τα τραγούδια του παίζονταν παντού και οι Offspring είχαν γίνει εξαιρετικά δημοφιλείς. Ειδικότερα, το “Pretty Fly (For a White Guy) έπαιζε μέχρι και στα mainstream clubs της εποχής. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι την περίοδο κυκλοφορίας του “Americana”, οι Offspring βρίσκονταν στο ανώτατο σημείο δημοτικότητας τους. Εξυπακούεται ότι ακολούθησε παγκόσμια περιοδεία, μέσα στην οποία συγκαταλέγεται και η εμφάνιση τους στο Woodstock, το 1999. Επίσης, πολλά τραγούδια του δίσκου είναι αγαπημένα των οπαδών τους και παίζονται σε κάθε τους συναυλία μέχρι και σήμερα. Φοβερά επιτυχημένο άλμπουμ, από όποια σκοπιά και αν το εξετάσεις.
Conspiracy of One (2000)
Βρισκόμαστε στο 2000 και υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία πίσω από αυτόν τον δίσκο που αποτυπώνει και το κλίμα της εποχής. Οι Metallica μηνύουν το Napster για παράνομη διακίνηση της μουσικής του και γενικά όλοι βρισκόμαστε προ των πυλών της αλλαγής για το πως θα ακούει ο κόσμος μουσική τα επόμενα χρόνια. Οι Offspring τάσσονται υπέρ της ελεύθερης διακίνησης μουσικής μέσω του διαδικτύου και σχεδιάζουν να κυκλοφορήσουν το δίσκο online πριν την επίσημη μέρα κυκλοφορίας του. Η Columbia όμως τους απειλεί μη μήνυση και αυτό δε συμβαίνει ποτέ. Ας δούμε όμως και το καθαρό μουσικό σκέλος. Πρόκειται για έναν πάρα πολύ καλό δίσκο. Ειδικά το πρώτο μισό του άλμπουμ είναι γεμάτο με κάποια από τα καλύτερα τραγούδια που έγραψε ποτέ το συγκρότημα. “Come Out Swinging”, “Original Prankster”, “Want You Bad” και “Millions Miles Away”, βάζουν φωτιά στις αρένες της περιοδείας που ακολουθεί και δείχνουν πως οι Offspring συνεχίζουν να γράφουν ύμνους με χαρακτηριστική άνεση. Υπάρχουν οπαδοί τους που το θεωρούν το “Conspiracy of One”, την πιο ώριμη δουλειά του συγκροτήματος ενώ δεν είναι αμελητέα και η μερίδα οπαδών που πιστεύουν πως ο δίσκος αυτός κλείνει την κλασική περίοδο των Offspring. Ακόμη και αν κάποιος όμως, δεν ενστερνίζεται τις παραπάνω απόψεις, δεν μπορεί να διαφωνήσει για το ότι είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ.
Splinter (2003)
Τα 2 χρόνια προώθησης του “Conspiracy of One”, φανερώνουν το πόσο δημοφιλές ήταν το συγκρότημα την εποχή εκείνη. Λίγες μέρες πριν ξεκινήσει η ηχογράφηση του “Splinter”, ο Ron Welty εγκαταλείπει το συγκρότημα και τα τύμπανα στις ηχογραφήσεις αναλαμβάνει ο Josh Freese. Υπάρχουν δύο διαφορετικές οπτικές από τις οποίες μπορεί κάποιος να εξετάσει το “Splinter”. Η μία είναι αυτή που το εξετάζεις αυστηρά “χωροχρονικά” και βλέπεις ότι σπάει αυτό το μεγάλο σερί των Offspring που κυκλοφορούσαν δίσκους γεμάτους κλασικά τραγούδια τον ένα πίσω από τον άλλον. Η δεύτερη είναι να το κρίνεις εντελώς αυτόνομα χωρίς να δώσεις βάση στο τι έχει προηγηθεί. Εκεί θα ακούσεις έναν καλό Offspring δίσκο, με μία μάλιστα πιο αιχμηρή διάθεση στις συνθέσεις και με μια τάση να πειραματιστούν και με άλλους ήχους. Στιχουργικά επίσης, θα εμπλουτίσουν τα τραγούδια τους με θέματα λιγότερο ανάλαφρα σε σχέση με το παρελθόν. Υπάρχουν εξάλλου και εδώ τα τραγούδια που θα αναλάβουν τον ρόλο να “σηκώσουν” και τον υπόλοιπο δίσκο. Αναφέρομαι στα “The Noose”, “Hit That” και “(Can’t Get My) Head Around You”. Το “Splinter” λοιπόν, δεν έχει τη ροή που μας είχαν συνηθίσει μέχρι τότε οι Offspring αλλά συνολικά στέκεται αξιοπρεπώς στη δισκογραφία του συγκροτήματος.
Rise and Fall, Rage and Grace (2008)
Τα 5 χρόνια που μεσολαβούν μεταξύ του “Rise and Fall, Rage and Grace” και του “Splinter” είναι το μεγαλύτερο διάστημα μεταξύ δύο δίσκων μέχρι εκείνη τη στιγμή. Επίσημα, είχαν δηλώσει ότι βρίσκονταν σε διαδικασία ηχογράφησης για 4 χρόνια και χρειάστηκε να αλλάξουν 3 studio. Την παραγωγή ανέλαβε ο Bob Rock. Εκ του αποτελέσματος, κρίνεται ότι χρειάζονταν αυτό το διάστημα να ανασυγκροτηθούν και να κυκλοφορήσουν εν τέλει έναν δίσκο πιο συμπαγή από τον προκάτοχο του. Αρχικά, δόθηκαν στη δημοσιότητα για την προώθηση του δίσκου τα “You’re Gonna Go Far, Kid” και “Hammerhead” ενώ ακολούθησαν ως singles και τα “Kristy, Are You Doing Okay?” και “Half-Truism”. Τα 5 χρόνια δεν είναι πολλά μεταξύ μόνο δύο κυκλοφοριών αλλά και για ολόκληρο το μουσικό γίγνεσθαι. Το προ 5ετίας “Splinter” με 87.000 πωλήσεις την πρώτη εβδομάδα, μπήκε στο νούμερο 30 του Billboard, ενώ το “Rise…” με 45.700, στο νούμερο 10. Το φυσικό προ’ι’όν άρχισε να υποχωρεί σε σχέση με τις μουσικές πλατφόρμες, κάτι βέβαια που εντάθηκε ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια. Άσχετα όμως με αυτό, το συγκρότημα δημιουργεί ένα πολύ καλό άλμπουμ που ισορροπεί ανάμεσα στις ρίζες του και τις νέες μουσικές τάσεις τις εποχής. Για κάποιους, είναι και το τελευταίο σπουδαίο album μέχρι και σήμερα.
Days Go By (2012)
Το “Days Go By” έμελλε να είναι το τελευταίο album του μπασίστα Greg K. και το πρώτο του ντράμερ Pete Parada. Το συγκρότημα τον καιρό εκείνο είχε μπερδέψει τον κόσμο σχετικά με το πότε ήταν στο στούντιο και ηχογραφούσε. Το άλμπουμ αυτό ηχογραφήθηκε σποραδικά σε διάστημα 3 ετών και σε 6 διαφορετικά στούντιο. Ενδιάμεσα, έδιναν και κάποιες συναυλίες. Αποφάσισαν επίσης, να επαναηχογραφήσουν το “Dirty Magic”, το οποίο πρωτοσυναντήσαμε στο “Ignition”. Βρίσκουμε και εδώ στη θέση του παραγωγού τον “Μίδα” Bob Rock. Αυτή τη φορά όμως, η συνταγή δεν θα είναι τόσο επιτυχημένη. Για την ακρίβεια, το “Days Go By” είναι ο λιγότερο Offspring δίσκος, υπό την έννοια ότι υπάρχουν τα μουσικά τους χαρακτηριστικά στον ελάχιστο βαθμό και σίγουρα σε μικρότερο βαθμό από οποιοδήποτε άλλον δίσκο τους. Ακούμε έναν πιο ραδιοφωνικό ήχο που φέρνει κατά νου συγκροτήματα όπως οι Foo Fighters. Παρόλα αυτά, δεν καταφέρνουν να γράψουν ξεκάθαρα hits όπως στο παρελθόν. Αν θέλεις να εισάγεις κάποιον στο μαγικό κόσμο των Offspring, δεν θα το κάνεις με αυτόν το δίσκο καθώς χωλαίνει και σε ποιότητα αλλά απέχει και από τον χαρακτηριστικό τους ήχο. Αποδείχθηκε μια προσπάθεια που ούτε αύξησε αλλά και ούτε έφθειρε τον μύθο τους. Κράτησε το όνομα τους στην επικαιρότητα και τους ξαναέβγαλε στον δρόμο.
Let the Bad Times Roll (2021)
Τα 9 χρόνια ανάμεσα σε δύο δίσκους είναι πάρα πολλά αλλά από την άλλη όταν έχεις χτίσει ένα τόσο υψηλό status, δεν σε επηρεάζει άμεσα. Μέσε σε όλο αυτό το διάστημα, είχαμε αποχωρήσεις μελών, είχαμε τη διακοπή συνεργασίας με την Columbia έπειτα από 6 δίσκους και φυσικά την πανδημία. Όλα αυτά έπαιξαν τον ρόλο τους και η παραφιλολογία για το πότε θα βγει ο νέος δίσκος, έδινε και έπαιρνε. Η αλήθεια είναι πως μετά από τέτοια δισκογραφική αποχή, αναμέναμε έναν πιο καλό δίσκο στο σύνολο του. Από την μία επιστρέφουν τα βασικά χαρακτηριστικά του ήχου τους, από την άλλη όμως δεν έχουμε έναν τόσο σφιχτοδεμένο δίσκο στο σύνολο του. Το “Let the Bad Times Roll”, έπειτα από 3 χρόνια παραμένει ένα ευχάριστο άκουσμα που όμως χάνει κατά κράτος από την κλασική δισκογραφία τους. Για του λόγου το αληθές, παρόλο που είναι ο τελευταίος τους δίσκος μέχρι στιγμής, στην περιοδεία που πραγματοποιούν αυτό τον καιρό και θα περάσει και από τη χώρα μας, δεν έχουν επιλέξει να παίζουν κάποιο τραγούδι από εδώ μέσα. (Δεν λογίζεται σαν τραγούδι το intro του Lullaby ούτε το τζαμάρισμα που περιέχει και το In the Hall of the Mountain King.) Κρατάμε σε κάθε περίπτωση, ότι παραμένουν παραγωγικοί και ελπίζουμε να μην είναι αυτό το κύκνειο άσμα τους.
Αυτή είναι η εξέλιξη των Offspring μέσα από τη βασική τους δισκογραφία, με την υποκειμενική άποψη του γράφοντος αλλά και με αντικειμενικά κριτήρια και γεγονότα. Όποιος όμως και αν είναι ο αγαπημένος σου δίσκος, όποιο και αν είναι το αγαπημένο σου τραγούδι, αυτό δεν θα έχει μεγάλη σημασία στις 9 Ιουνίου. Εκεί θα ενωθούν όλες οι γενιές των οπαδών τους, με μοναδικό σκοπό να περάσουν καλά και να τιμήσουν το αγαπημένο τους συγκρότημα.