Υπάρχει μια θρυλική ταινία, η οποία έχει κυκλοφορήσει το 1947 με πρωταγωνιστές τους Humphrey Bogart και Lauren Bacall. Το όνομα της “Dark Passage”, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του David Goodis. Στην ταινία ο Bogart έχει σταλθεί αδίκως στο San Quentin για τη δολοφονία της γυναίκας του. Δραπετεύει, χωρίς να αντέχει άλλο, και στρέφεται για βοήθεια στην Bacall, η οποία τον επιβάλλει σε χειρουργική επέμβαση προκειμένου να αλλάξουν τα χαρακτηριστικά του και να αποφύγει μια πιθανή νέα σύλληψη, όσο εκείνος προσπαθεί να βρει τον πραγματικό υπαίτιο. Αυτό που τεχνικά είναι χαρακτηριστικό της ταινίας, είναι το πως ο Bogart δεν εμφανίζεται πουθενά πριν την εγχείρηση. Η όλη συνέχεια, από την απόδραση από την φυλακή έως και την επέμβαση αντικατοπτρίζεται μόνο μέσω των ματιών του Bogart από μια κάμερα πρώτου προσώπου (όπως και στη φιλμ νουαρ “Lady In The Lake”, επίσης του 1947). Σε μια σκηνή υπάρχει το πρωτοσέλιδο μιας εφημερίδας η οποία δείχνει το πρόσωπο του φυγά, όμως δεν είναι ο Bogart, αλλά κάποιος άλλoς ηθοποιός. Το νέο του πρόσωπο φανερώνεται μόνο αφού του έχουν βγάλει τους επιδέσμους και το υπόλοιπο της ταινίας συνεχίζεται με αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο. Υπάρχει μια συγκεκριμένη μαγεία σε αυτή τη Χολιγουντιανή περίοδο, μια σκοτεινή αισθητική και κάποια τρικ μέσω των οποίων φανερώνεται πως οι ηθοποιοί πράγματι αγαπούσαν αυτό που έκαναν. Χωρίς υπερβατική χρήση της τεχνολογίας αλλά με υλικά των δικών τους “ραφιών”, ένα κομμάτι της ψυχής τους δηλαδή προκειμένου να δημιουργήσουν κάτι το μοναδικό. Αυτό που προσπαθώ να πω και μάλλον το έχετε ακούσει επανειλημμένα, και παρότι υπάρχει μια γερή δόση αλήθειας σε αυτό, δεν είναι 100% αληθινό. Αλλά γαμώτο δεν φτιάχνουν πλέον τέτοιες ταινίες! Όχι, δεν θα πω ότι δεν γίνεται το ίδιο και με το Heavy Metal! Υπάρχουν ακόμα μπάντες εκεί έξω που κρατάνε τη φλόγα ζωντανή. Ακούγοντας όμως το “Edge Of The World” των Wolf καταλαβαίνεις πως εκείνη η εποχή ήταν τόσο διαφορετική και πως όλα γίνονταν για την ίδια τη μουσική καθεαυτή. Τα τραγούδια, οι στίχοι, η ατμόσφαιρα, το συναίσθημα, αυτά ήταν σημαντικά, τίποτα άλλο. Όχι για τις εταιρείες, αλλά για τους οπαδούς και για τις μπάντες αυτά τα 4 στοιχεία ήταν τα πάντα.
Αρχικά είχαν δημιουργηθεί το 1977 ως Leviathan, μετά έγιναν Black Axe και τελικά μετονομάστηκαν σε Wolf κατόπιν ‘ευγενικής παρακλήσεως’ από την εταιρεία τους. Βασισμένοι στο Carlisle, οι τότε Hard Rockers Black Axe έγιναν περισσότερο επιτέλους γνωστοί 3 χρόνια μετά την κυκλοφορία του single “Highway Rider With Red Lights” και με άλλο όνομα! Παρά τις χαμηλές πωλήσεις του single, κατάφεραν να υπογράψουν συμβόλαιο με την δισκογραφική εταιρεία Chrysalis Records, κάτι που αποδείχθηκε αργότερα ως μεγάλο λάθος αφού το μόνο που μπόρεσαν να αποκομίσουν από τη συγκεκριμένη εταιρεία ήταν το (καινούριο) όνομα Wolf. Παρ’ολα αυτά, το 1982 ένα από τα σημαντικότερα 7ιντσα του N.W.O.B.H.M. κινήματος ηχογραφήθηκε χάρη στην Chrysalis. To “Head Contact” το οποίο περιλάμβανε το “Soul For The Devil” στη δεύτερη πλευρά του, αποδείχθηκε εξαιρετικό, αγαπήθηκε από τους μέταλ οπαδούς αλλά ξέμεινε στα ράφια των δισκοπωλείων και η μπάντα αποφάσισε να φύγει από το δυναμικό της εταιρίας. Εκεί που έτειναν προς την διάλυση και την αφάνεια, κυκλοφόρησε το “Edge Of The World”. Αλλά μόνο μετά από 3 ολόκληρα χρόνια, το 1984, και από άλλη εταιρία, την Mausoleum Records. Η εποχή εκείνη όμως ήταν δύσκολη καθώς σηματοδοτούνταν από ραγδαίες αλλαγές στη μουσική βιομηχανία και ήταν ήδη αργά για μια N.W.O.B.H.M. μπάντα να φτάσει στην κορυφή.
Μουσικά μιλώντας, υπάρχει μια γενναία δόση Rock n’ Roll συναισθήματος με έντονη μυρωδιά αλκοόλ και ιδρώτα που διαπερνά τα 38 λεπτά διάρκειας αυτής της Hard Rock/N.W.O.B.H.M. κυκλοφορίας. Υπάρχει πληθώρα διαφορετικών ταχυτήτων που αναμειγνύουν τέλεια κάποια αργά ροκ κομμάτια με κάποια που κινούνται σε πιο ανεβαστικούς ροκ ρυθμούς και συνδυάζουν 10 τραγούδια που είναι 100% χέβι μέταλ, σίφουνες έτοιμοι να σε παρασύρουν, αλλά με μπλουζ αύρα. Βέβαια 33 χρόνια μετά την επίσημη κυκλοφορία του κανείς δεν μπορεί να διακρίνει ότι κάποια κομμάτια ήταν γραμμένα 3 χρόνια πριν κοπεί ο δίσκος. Στην τελική η αύρα του είναι διαχρονική και αυθεντική σε επίπεδο που να το καθιστά αθάνατο. Η παραγωγή είναι “βρώμικη” και καθόλου σινιαρισμένη. Αυτό μπορεί να προκαλέσει τις νεότερες ηλικίες να το πούνε “αδύναμη”. Είναι άδικος κόπος να τους εξηγήσουμε ότι το rock ‘n roll και το heavy metal περιστρέφεται γύρω από τέτοιες οργανικές και αναλογικές ηχογραφήσεις. Φανταστείτε τα λαρυγγώδη φωνητικά του Chris English -που φέρνουν και λίγο σε έναν λιγότερο βραχνιασμένο Rod Stewart- πόσο εκτός τόπου και χρόνου θα φαινόταν σε μια “καθαρή” κυκλοφορία. Ο ήχος είναι όμως με πυκνά, χαώδη αλλά μελωδικά riffs. Εδώ πρέπει να προσθέσω τις γλυκιές lead κιθάρες και το reverb που κάνουν τον ήχο της κιθάρας να ακούγεται τόσο φανταστικός. Κάποια περιστασιακά πλήκτρα δίνουν έμφαση στο άλμπουμ αλλά και ένταση και ταιριάζουν με τη μουσική κατεύθυνση του. Ξεχωρίζουν τα “Edge Of The World”, “Highway Rider” “Shοck Treatment” με την κοφτερή ρυθμική κιθάρα, το “Α Soul For The Devil” το οποίο έχει γραφτεί αποκλειστικά για μοναχικές σουρωμένες βραδιές σε μπαρ, ο ύμνος “Head Contact”, το “Red Lights” και το άλμπουμ κλείνει με το σοκαριστικό “Medicine Man”.
Επανακυκλοφορεί μέσω της High Roller Records, με ειδικό μάστερινγκ για βινύλιο από τον Patrick W. Engel στα Temple Of Disharmony στούντιο. Υπάρχει επίσης cd έκδοση, αλλά λάτρεις του βινυλίου βιαστείτε γιατί το μαύρο βινύλιο είναι ΗΔΗ SOLD OUT και υπάρχει μόνο σε άσπρο. Καμία δικαιολογία να μην το έχετε. Αριστούργημα!!