Έχοντας να επιλέξω από μια δισκογραφία τόσο πλούσια όσο των Van Halen, είναι αλήθεια πως ήταν δύσκολο να βρω με ποιο άλμπουμ τους θα καταπιανόμουν σε τούτη εδώ την στήλη. Οκ, λογικό να προσπεράσω τα δύο πρώτα και το 1984 των οποίων ο θρύλος τους απαγορεύει να ενταχθούν σε αυτή. Το ίδιο ισχύει και για το E5150, το πρώτο με τον Hagar, ενώ σίγουρα κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον θα ασχοληθούμε με ένα από τα OU812 και F.U.C.K., μπορεί και τα δύο. Το Diver Down δεν ήταν ‘ούτε χέβι μέταλ ούτε σαν τους Τhe Temptations αλλά κάτι ενδιάμεσο’ όπως είχε δηλώσει το 1982 ο Roth για να ασχοληθώ περισσότερο. Από την άλλη, το σκοτεινό και αμιγώς χέβι μεταλ Fair Warning που έχει πολλές μουσικές ομοιότητες με το Women and Children First και αρκετές ενδιαφέρουσες ιστορίες (όπως το πώς καταλήξανε σε ένα τόσο αλλόκοτο εξώφυλλο), κάτι που φυσικά ισχύει για κάθε άλμπουμ των Van Halen των οποίων οι ιστορίες είναι εξίσου απολαυστικές με τα κομμάτια τους, φάνταζε μια λογική επιλογή όπως και ο προκάτοχός του. Οπότε στρίβοντας το νόμισμα κατέληξα τελικά στο Women and Children First αν και μοιάζει ο τίτλος να μου το υπαγόρευε ενδόμυχα από μόνος του, απαντώντας στην ερώτηση ποιο να διαλέξω : ‘διάλεξε το Women and Children πρώτα…’.
Με τίτλο έκπληξη μιας και οι περισσότεροι τότε φαντάζονταν το ‘ΙΙΙ’ ως φυσική συνέχεια των καλλιτεχνικά και εμπορικά υπερεπιτυχημένων προηγούμενων στούντιο δίσκων ‘Ι’ και ‘ΙΙ’, το Women and Children First κυκλοφόρησε στις 26 Μαρτίου του 1980 μέσω της Warner Bros Records. Ο παράξενος τίτλος του αποτέλεσε μια στιγμιαία έμπνευση του David Lee Roth όταν μετά από ένα έξαλλο βράδυ με το υπόλοιπο συγκρότημα ξύπνησε από τις κραυγές ‘το πλοίο βυθίζεται’ απαντώντας εύστοχα ‘πρώτα τις γυναίκες και τα παιδιά’ προς το μέρος από όπου έρχονταν οι αφηνιασμένες φωνές. Έτσι σκάρωσαν τους στίχους του ‘Could This Be Magic’ ώστε να χωρέσoυν κάπου την ατάκα του Dave. Ο Roth ανήκει σε αυτή την περίεργη κατηγορία ανθρώπων που ότι και να πει (ή ακόμα και απλά ο τρόπος που θα το πει) γίνεται πρωτοσέλιδο και κάθε του ενέργεια εύκολα μπορεί να κινήσει νομικές διαδικασίες εναντίον του. Αυτό δεν τον έκανε λιγότερο ικανό τραγουδιστή ή κάτι πιο μικρό από έναν από τους μεγαλύτερους περφόρμερ στον κόσμο. Και σύμβολο του σεξ βεβαίως βεβαίως. Υπό την καθοδήγηση του διάσημου παραγωγού Ted Templeman οι Van Halen μπήκαν στο στούντιο και παρά τα ξέφρενα πάρτυ, τον μποέμ τραγουδιστή, τις εξαντλητικές περιοδείες σε αρένες σε ολόκληρη την Αμερική που τους ξεζούμισε και το βάρος των εκατομμυρίων πωλήσεων των 2 προηγούμενων προσπαθειών τους, σε μόλις 4 μέρες ηχογράφησαν την μουσική ολόκληρου του άλμπουμ. Τους πήρε άλλες 6 μέρες για τα φωνητικά. Σε χρόνο ρεκόρ (περίπου 2 εβδομάδες μαζί με την μίξη και το μάστερινγκ) δημιούργησαν ένα ακόμα μοσχοπουλημένο δίσκο που χρειάστηκε 2 μήνες να φτάσει το 1 εκατομμύριο πωλήσεις και 35+ χρόνια μετά έχει φτάσε περίπου τα 4,5 αντίτυπα.
Μέσα στα πρώτα χίλια αντίτυπα (καθώς και πλέον στα remastered σιντί του 2000) υπήρχε ένα πόστερ του David Lee Roth. Η φωτογραφία τραβήχτηκε από τον πολύ Helmut Newton, τον οποίο ο ξανθομάλλης τραγουδιστής δεν δυσκολεύτηκε πολύ να πείσει. Χρειάστηκε η άγνοια κινδύνου, η τύχη, η αφέλεια, το θάρρος και ολίγον το θράσος (πράγματα εν αφθονία στην προσωπικότητα του Roth) και ένα τηλεφώνημα στο ξενοδοχείο που έμενε ο διάσημος φωτογράφος στο Μπέβερλυ Χιλλς. Ο Roth, όταν βρισκόταν στη Νέα Υόρκη σύχναζε στο θρυλικό Studio 54 και είχε πετύχει κάμποσες φορές εκεί τον φωτογράφο ενώ ήδη είχε κολλήσει με την ιδέα να αναλάβει ο Newton την φωτογράφηση του τρίτου τους δίσκου. Οι υπόλοιποι δεν ήξεραν ούτε το όνομα του βέβαια και στο άκουσμα πως αμείβεται με 50,000 δολάρια την φωτογράφηση ούτε αυτοί, ούτε και το οικονομικό τμήμα της Warner ενθουσιάστηκαν ακριβώς. Απτόητος ο Roth τηλεφώνησε σε ένα από τα πιθανά ξενοδοχεία που θα μπορούσε να μένει ο Newton όταν έμαθε πως βρισκόταν στην πόλη. Με την απλότητα και αφέλεια του ‘τραγουδάω σε μια ροκ μπάντα που σίγουρα δεν έχεις ξανακούσει, τους Van Halen, αλλά είμαστε αρκετά καυτοί σαν όνομα, νομίζω πρέπει να μας φωτογραφήσεις’ και αφού ενημέρωσε τον συνομιλητή του πως όχι απλά δεν επικοινώνησε με τον μάνατζερ του αλλά αγνοεί και τι είναι μάνατζερ (κάτι που ο Newton εκτίμησε ως attidute), οι 2 τους κανόνισαν ο Roth να περάσει να τον πάρει από το πάρκινγκ του ξενοδοχείο με την φρεσκοβαμμένη του μαύρη Μερσέντες (με μια νεκροκεφαλή στο καπό) μαζί την γυναίκα του και να πάνε στην πίσω αυλή του σπιτιού του όπου υπήρχε ένα άσυλο για σκυλιά. Το κατάλληλο περιβάλλον για φωτογράφιση το εν λόγω άσυλο και ο φράκτης του από σίτα… που έδωσε την διάσημη πια φωτογραφία του αλυσοδεμένου πάνω σε αυτόν ημίγυμνο Roth με το δερμάτινο παντελόνι και το λάγνο και βλοσυρό βλέμμα προς τον φακό.
Μουσικά , αυτός ο δίσκος είναι μαζί με το Fair Warning του 1981 που ακολούθησε ό,τι πιο βαρύ και κοντά στο χέβι μέταλ ηχογράφησε ποτέ το κουαρτέτο. Η πρώτη του πλευρά είναι εκθαμβωτική με τρία κομμάτια να κλέβουν την παράσταση εμφατικά. ‘And the Cradle Will Rock…,’ ‘Everybody Wants Some!!,’ και ‘Romeo Delight’ με το τρίτο και τις chugging κιθάρες του να ανοίγει από ‘δω και στο εξής τις συναυλίες της μπάντας. Αυτή τη φορά απουσίαζε κάποια διασκευή. Το εναρκτήριο (και μοναδικό σίνγκλ του δίσκου) ‘And the Cradle Will Rock…’, έχει το χαρακτηριστικό παίξιμο του Eddie που ενέπνευσε τόσους να ακολουθήσουν το shredding σαν τεχνική παιξίματος, κάτι που πρωτοακούσαμε στο ‘Ain’t Talkin’ ‘Bout Love’ και το ‘Eruption’. Ο δίσκος ξεκινά λοιπόν με έναν ήχο που μοιάζει με κιθάρα αλλά δεν είναι. Στην πραγματικότητα ακούμε ένα ηλεκτρικό πιάνο Wurlitzer με πείραμα μετατόπισης φάσης μέσω του 100 watt ενισχυτή Marshall Plexi (μοντέλου του 1960). Στον δίσκο συναντάμε αρκετά καινούρια στοιχεία στον ήχο του σχήματος που δεν φοβήθηκε να χρησιμοποιήσει keyboards, αρκετά overdubs, ακουστικές κιθάρες, γυναικεία φωνητικά για πρώτη φορά (η Nicolette Larson τραγουδά δεύτερα φωνητικά στο ρεφραίν του ‘Could This Be Magic?’ αν και γενικότερα τα δεύτερα φωνητικά εδώ παραμερίστηκαν) και έπαιξε στο στούντιο ακόμα και με την βροχή που άκουγε απ’ έξω (την ακούμε σε φυσικό ήχο στο ‘Could This Be Magic?’), ενώ δεν διστάζει να παίξει μπλούζ στο σχεδόν 6λεπτο ‘Fools’. Την ίδια ώρα συνθετικά διακρίνουμε μια ωριμότητα που όμως δεν βάζει σε δεύτερη μοίρα την διασκέδαση του ακροατή. Το πονηρό και γεμάτο ήχους της ζούγκλας ‘Everybody Wants Some!!’ γίνεται σλόγκαν με το βρώμικο στίχο να είναι μια ωδή στην καβλάντα. Το πλεονέκτημα του Roth σε τέτοια κομμάτια είναι πως δεν υποδύεται, δεν προσπαθεί να μπει στο πετσί των στίχων, γιατί είναι απλά ο εαυτός του. Ο δε μονόλογος του μέσα στο τραγούδι είναι απολαυστικότατος και φτιαγμένος για ερμηνεία πάνω στην σκηνή.
Όταν μιλάμε όμως για Van Halen, μιλάμε κυρίως για κιθάρες. Εδώ τα είδωλα του Eddie, (που ειρήσθω εν παρόδω μπορεί να μην έχει την τρέλα ή το σταριλίκι αν προτιμάτε του τότε φροντμαν του, αλλά όταν έπιανε την Ibanez στα χέρια του μετατρεπόταν σε ένα ανήμερο θηρίο), Clapton και Jeff Beck δίνουν την θέση του σε πιο funk, jazz και fusion επιρροές. Η απόδοση του στο Women and Children First ανάγκασε τον δημοσιογράφο του Rolling Stone, David Fricke στην κριτική του δίσκου την ίδια χρονιά αλλά και τον Robert Christgau του φημισμένου The Village Voice, να τον συγκρίνουν με τον Jimi Hendrix. Στα δε ντραμς ακούμε έναν απόλυτα φυσικό, αναλογικό ήχο που σε συνδυασμό με το στιβαρό και συμπαγές μπάσο πυκνώνουν τον ήχο, δίνουν τον απαιτούμενο όγκο και κατά συνέπεια αφήνουν χώρο στην κιθάρα του Eddie να ξεδιπλωθεί. Το σύντομο ορχηστρικό ‘Tora! Tora!’ μας προετοιμάζει για μια πιο σκοτεινή προσέγγιση που θα συναντήσουμε στο επόμενο Fair Warning, -ενώ ο Eddie ήθελε να το ονομάσει ‘Act Like It Hurts’- και αν προσέξετε καλύτερα γέννησε το ριφφ του ‘House of Pain’, από το ‘1984’, ενώ σημείο του χρησιμοποιήθηκε και στο ‘Get Up’ του Ε5150. Στο 4:19 του ‘In a Simple Rhyme’ ξεκινά το κρυμμένο κομμάτι ‘Growth’, με οποίο ο Eddie πειραματίστηκε αρκετά, και η ιδέα ήταν να σβήνει σαν fade out και να το ξαναχρησιμοποιήσει πάλι για να ανοίγει το τέταρτο άλμπουμ τους. Το δε (δυνατό) ‘Loss of Control’ μας χάρισε ένα υπερβολικό και ευχάριστο βίντεο με την μπάντα να είναι ντυμένοι σαν χειρουργοί, νοσοκόμοι ή κάτι ιατρικής φύσης τελοσπάντων με γάντια και στολές.
Ένα άλμπουμ σπουδαίο και σημαντικό που ξέχωρα από τη μουσική του, να θυμίσω πως βγήκε σε μια εποχή όχι απλά χωρίς ίντερνετ και σόσιαλ μίντια, άλλα ούτε καν MTV και που η φωτογραφία στο εξώφυλλο του ήταν η πρώτη επαφή που είχε το πολυπληθές κοινό των Van Halen με την εμβληματική Ibanez Destroyer με την οποία ηχογραφήθηκε το θρυλικό ντεμπούτο του συγκροτήματος. Την εμβληματική κιθάρα είχε δανείσει στον Eddie ο κιθαρίστας Chris Holmes των W.A.S.P., ο οποίος κατάγεται και αυτός από την Pasadena. Είχε αλλάξει τις σφήνες και την γέφυρα της κιθάρας όπως και τον επιτονισμό της. Οι δε χορδές έμοιαζαν ένα μίλι μακριά από την ταστιέρα κατά τον Holmes. Ακόμα είχε αφαιρέσει το pick guard και είχε προσθέσει έναν ρυθμιστή έντασης και τόνου σε στυλ Les Paul, είχε λιμάρει τον μεσαίο ρυθμιστή και κυρίως το πίσω μέρος το είχε κόψει με πρόνι ο ίδιος ο Eddie…
Δικαίως το Kerrang! το έχει στην λίστα με τα ‘100 Greatest Heavy Metal Albums of All Time’ φιγουράροντας στην θέση 30. Και όσο για αυτούς που πιθανώς να γκρινιάξουν για την μικρή του διάρκεια (33 λεπτά και κάτι) ας ξανακοιτάξουν την ημερομηνία κυκλοφορίας του. Άλλωστε όταν ο λαλίστατος Dave δηλώνει πως ‘τα τραγούδια των Van Halen είναι μικρά, όχι γιατί δεν έχω να πω πολλά, απλά βαριέμαι πολύ εύκολα ακόμα και για αυτά που έχω να πω’ τότε δεν είναι μόνο εύστοχος, αλλά και αποστομωτικός.