Οι Airbourne είναι το αξιότερο τέκνο, της μεγάλης των AC/DC σχολής. Φοβεροί και οι Bullet αλλά εκείνοι μοιράζουν ισόποσα τις επιρροές τους ανάμεσα σε ACDC και Accept. Οι Airbourne είναι επίσης Αυστραλοί και έχουν δύο αδέρφια στη σύνθεση τους. Κάπου εδώ σταματάνε οι συμπτώσεις με τους AC/DC και αρχίζει η ροή των γεγονότων.
Δημιουργήθηκαν στη Βικτώρια της Αυστραλίας το 2001 με βασικό κορμό τα αδέρφια Keefee. Ο Joel O’ Keefee ανέλαβε την κιθάρα και τα φωνητικά και ο Ryan O’ Keeffe τα τύμπανα. Τα 6 χρόνια μέχρι και την κυκλοφορία του “Runnin’ Wild” μπορεί να φαντάζουν πολλά αλλά το συγκρότημα προσπαθούσε να βρει σταθερό κορμό και να διαδώσει το όνομα του με τοπικές συναυλίες. Μην ξεχνάμε ακόμη πως η Αυστραλία είναι κάπως αποκομμένη και από τον μουσικό χάρτη, λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Επίσης, έχεις μόνο μία φορά την ευκαιρία να κάνεις μια πρώτη καλή εντύπωση ενώ το ντεμπούτο άλμπουμ είναι το μοναδικό που δεν νιώθεις πίεση χρόνου. Αργά και σταθερά βήματα λοιπόν, με το EP του 2004 “Ready to Rock”, να τους συστήνει σε ένα μεγαλύτερο ακροατήριο στην πατρίδα τους και καταφέρνουν να ανοίξουν τις συναυλίες μεγάλων ονομάτων.
Το 2006 ταξιδεύουν στις Η.Π.Α. για να ηχογραφήσουν την πρώτη τους ολοκληρωμένη δουλειά. Το συγκρότημα, πέρα από τον βασικό κορμό των αδερφών Keefee, συμπληρώνουν οι Justin Street και David Roads, σε μπάσο και κιθάρα αντίστοιχα. Παραγωγός αναλαμβάνει ο Bob Marlette και την παγκόσμια διανομή αναλαμβάνει η Roadrunner Records. Από τα ονόματα καταλαβαίνουμε πως υπήρχε πίστη στο τότε ακόμη άσημο, νεανικό συγκρότημα. Και πως να μην υπάρχει με τέτοιο υλικό…
Το “Runnin’ Wild” κυκλοφορεί το 2007 και αιφνιδιάζει πολύ κόσμο που μέχρι τότε αγνοούσε την ύπαρξη τους. 11 τραγούδια δυναμίτες, με έμφαση στο στακάτο rhythm section, στα ξεσηκωτικά ρεφρέν και στο δυναμικό παίξιμο. Το “Stand Up for Rock ‘n’ Roll” έχει σεμιναριακό χτίσιμο και το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου, είναι ο ορισμός του instant classic. Το “Τοο Μuch, Too Young Too fast” κερδίζει με την less is more τεχνοτροπία του και το “Diamond in the Rough” με το δυναμικό ρεφρέν του. Το “Fat City” κουβαλάει πιο έντονα την μαγεία των AC/DC και το “Blackjack” σε διαλύει με τον φρενήρη ρυθμό του. Το “What’s Eatin You” σε κερδίζει με το old school feeling του και το “Girls In Black” είναι δήλωση αγνού rock ‘n’ roll attitude. Το “Cheap Wine and Cheaper Wine” αρχικά σου κεντρίζει το ενδιαφέρον με τον τίτλο του αλλά έχει όλα τα χαρακτηριστικά του classic hard rock. Το “Heartbreaker” μας ραγίζει τον σβέρκο εκτός από την καρδιά και το “Hellfire” έχει την λογική του “ας τα σπάσουμε μια τελευταία φορά για να γιορτάσουμε το γεγονός ότι θα κυκλοφορήσουμε έναν άρτιο δίσκο”. Όπως καταλάβατε, το “Runnin’ Wild” είναι ένας “No Fillers, Only Killers” δίσκος. Η ζωή δεν είναι πάντα δίκαιη αλλά στην περίπτωση του “Runnig Wild”, ο αντίκτυπος του δίσκου ήταν σε πλήρη συνάρτηση με το περιεχόμενο του.
Κυκλοφόρησαν 3 singles για το άλμπουμ, τα “Runnin’ Wild”, “Too Much, Too Young, Too Fast” και το “Diamond in the Rough”. Μάλιστα, στο video clip του πρώτου, δίνει τα διαπιστευτήρια του στο συγκρότημα με τη συμμετοχή του, ο τεράστιος Lemmy. Μεγάλο παράσημο αυτό. Φτάνει επίσης στο νούμερο 21 των Αυστραλιανών charts ενώ μπαίνει και στα charts Αγγλίας και Αμερικής. Στα Aria Music Awards της Αυστραλίας, κερδίζουν την ίδια χρονιά τις κατηγορίες “Best Rock Album” και “Breakthrough Artist – Album”.
Τα σύνορα της Αυστραλίας φαίνονται ήδη πολύ περιοριστικά και την ίδια χρονιά ξεκινούν περιοδεία στις Η.Π.Α. στο πλευρό των Kid Rock και Korn. Ο δίσκος τυγχάνει καθολικής αποδοχής και στην Ευρώπη. Χαρακτηριστικά αναφέρω πως το 2008 εμφανίστηκαν στην μεγάλη σκηνή του “Wacken Open Air” και όλα αυτά με μόλις έναν δίσκο στο ενεργητικό τους. Στη διάδοση βέβαια του ονόματος τους βοήθησαν και οι εκρηκτικές τους εμφανίσεις που σφύζουν από ενέργεια και ζωντάνια. Έχουν όλο το πακέτο της καλής Rock ‘n’ Roll – Ηard Ρock μπάντας. Τραγούδια για να τραγουδηθούν σε αρένες, στίχοι του δρόμου και ενίοτε βιωματικοί αλλά κυρίως, πολύς ιδρώτας πάνω στο σανίδι.
Χωρίς να έχω καμία απολύτως διάθεση “πρωτοδισκακισμού”, θεωρώ πως δεν γράψανε στην πορεία κάποιο ισάξιο δίσκο με το “Runnin’ Wild” παρόλο που έχουν πολύ καλή δισκογραφία. Ίσως ήταν η ωμή του ενέργεια, η άγνοια κινδύνου ή το γεγονός πως δεν έπρεπε να αποδείξουν κάτι σε κανέναν και να νιώθουν άγχος και ευθύνη, όπως μπορεί να συνέβη στην πορεία. Σε κάθε περίπτωση, μιλάμε για υποδειγματική περίπτωση δίσκου. Έχουμε την ευκαιρία να δούμε ζωντανά τους Airbourne πρώτη φορά στη χώρα μας σε λίγες μέρες και να διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι και ιδίοις ωσί τον λόγο που φημίζονται τόσο πολύ για τις ζωντανές τους εμφανίσεις. Θυμόμαστε το “Runnin Wild” αλλά και την υπόλοιπη δισκογραφία τους και είμαστε εκεί από νωρίς.