Last Updated on 12:42 AM by Nikos Nakos
Με αφορμή την εκ νέου έλευσή τους στην Ελλάδα, θεωρήσαμε ότι θα ήταν καλό να κάνουμε μια αναδρομή στην ιστορία και τους δίσκους των Arcturus, ως προθέρμανση για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν την Παρασκευή και το Σάββατο σε Temple (Αθήνα) και Eightball Live Stage (Θεσσαλονίκη), 12 και 13 Ιανουαρίου αντίστοιχα.
Η ιστορία τους πάνω – κάτω γνωστή στους μύστες και τους θιασώτες του ακραίου (αλλά όχι απαραίτητα αποκλειστικά) ήχου. Δημιουργημένοι το 1991 ως παράλληλο project των Mortem με κοινά μέλη, οι Arcturus κατάφεραν να δομήσουν μια ισχυρή fanbase παγκόσμια, παρά το γεγονός ότι η δισκογραφική πορεία τους παρουσιάζει διαφοροποιήσεις σε μέλη και ήχο / ύφος με κάθε κυκλοφορία. Αποτελούνται από τους Marius Vold, Steinar Sverd Johnsen και Jan Axel Blomberg, aka Hellhammer. Συνολικά, ως και την παρούσα ημέρα, οι Arcturus έχουν στο δυναμικό τους πέντε ολοκληρωμένους δίσκους, με τους οποίους και θα ασχοληθούμε ευθύς αμέσως.
Το αρχικό lineup των Νορβηγών άλλαξε όταν ο μπασίστας και τραγουδιστής των Arcturus, Marius Vold (των Thorns) απομακρύνθηκε από το συγκρότημα. Χωρίς ιδιαίτερες καθυστερήσεις, οι Arcturus πλέον αποτελούνται από τον Kristoffer “Garm” Rygg στα φωνητικά, τον Carl August Tidemann στις κιθάρες, τον Skoll στο μπάσο, τον Helhammer στα τύμπανα και τον Steinar Sverd Johnsen στα πλήκτρα. Αυτή ήταν και η dream team που το 1996, κυκλοφορεί τον πρώτο επίσημο δίσκο της “Aspera Hiems Symfonia” μέσω της Ancient Lore Creations (είχαν προηγηθεί το demo “My Angel” του 1991 και το ΕΡ “Constellation” του 1994). Εάν προσπαθούσαμε να ορίσουμε τι είναι το Συμφωνικό Black Metal, θα λέγαμε σίγουρα: Είναι το “Aspera Hiems Symfonia”. Ο δίσκος βασίζεται στη δημιουργία μιας ψυχρής, πνιγηρούς ατμόσφαιρας, μεταφέροντάς σε σε κάποιο δάσος, τίγκα σκοτάδι και λύκους να γρυλίζουν. Σε αυτό βοηθούν τα πλήκτρα του Sverd, τα οποία έχουν ανά στιγμές πρωταγωνιστικό ρόλο στις συνθέσεις. Σε γενικό επίπεδο, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια πολυεπίπεδη και μελετημένη μουσική, για να καταλάβεις την οποία χρειάζεσαι αρκετές ακροάσεις. Το “Aspera Hiems Symfonia” πατά ελαφρώς στις παραδοσιακές Black Metal δομές, τις οποίες χρησιμοποιεί περισσότερο σαν βάση / καλούπι, παρά σαν νομοτελειακό περιορισμό. Αρκετά μελωδικός δίσκος για τα δεδομένα της Black Metal μουσικής της εποχής. Μπορεί να μην χαρακτηρίζεται από την ανεξέλεγκτη έμπνευση και την απίστευτη τεχνική – δεν έπαιζαν και τα μαλλιοκέφαλά τους, οκ – ωστόσο αυτό που όντως έπαιζαν ήταν άκρως εθιστικό και ικανό να δημιουργήσει ένα following που μέχρι και σήμερα είναι πιστό. Είναι μια κρυπτική / μυστηριώδης μουσική, με συχνές εσωτερικές αλλαγές στα τραγούδια. Κατά βάση, μιλάμε για έναν δίσκο που μπλέκει την αγριότητα των καταβολών του με την ηρεμία και την παραξενιά (για την εποχή) των synths. Η ‘παραξενιά’ και η διαφοροποίηση του δίσκου απ’ ό,τι κυκλοφόρησε εκείνη την περίοδο, αποδεικνύεται και από τα φωνητικά του Garm, ο οποίος μια μας μιλά καθαρά σαν αφηγητής, άλλοτε ψιθυρίζει και άλλοτε ουρλιάζει σα μανιασμένος λύκος παίρνοντάς τα όλα σβάρνα. Ως επί το πλείστον, οι ρυθμοί κυμαίνονται σε mid – paced μονοπάτια, έχοντας ξαφνικές εκρήξεις και πολλά crescendos. Κιθαριστικά, αρκετά μονολιθικό παίξιμο, χωρίς πολλά φρου φρου και άσκοπες πενιές, παρόλα αυτά έχουν την ικανότητα να μένουν στο μυαλό σου για μέρες. Όσον αφορά τα τύμπανα, σίγουρα το “Aspera Hiems Symfonia” αποτελεί την πιστοποίηση ότι ο Hellhammer είναι στο Top των καλύτερων drummer όλων των εποχών, αφού τα patterns του ήταν / είναι εντυπωσιακά. Μπορούσε να ισορροπήσει ποιοτικά και τους πιο αργούς και τους πιο γρήγορους ρυθμούς. Ήξερε να ζυγίζει και να κρίνει που πρέπει να κάνει τι. Τρομερό ζύγι. Τεχνικά άρτιος και ακριβής. Οι στίχοι είναι γραμμένοι και στην αγγλική αλλά και στην νορβηγική γλώσσα, προσδίδοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο έναν εξωτικό χαρακτήρα στο όλο πόνημα, εντείνοντας λίγο παραπάνω το απόκοσμο στοιχείο του. Από άποψη παραγωγής, θα ήταν ίσως τρελό να ζητάμε γυαλισμένες υπερπαραγωγές. Είναι όσο βρώμικη όσο πρέπει. Τα “Raudt Og Svart”, “Du Nordavind” και “ Naar Kulda Tar (Frostnettenes Prolog)” που περιλαμβάνονται στον δίσκο είναι επανηχογραφήσεις κομματιών που κυκλοφόρησαν αρχικά στο EP “Constellation”.
Με μόλις ένα χρόνο διαφορά, οι Arcturus κυκλοφορούν τον δεύτερο ολοκληρωμένο τους δίσκο με τίτλο “La Masquerade Infernale”, μέσω της Music For The Nations, και όλα αλλάζουν. Οι Arcturus ακολουθούν μια πιο αντισυμβατική πορεία, αρκετά ασυνήθιστη και ακόμα πιο παράξενη από πριν. Γίνονται πιο progressive, ενσωματώνοντας πολλά Post Black – Avant Garde στοιχεία στις συνθέσεις τους. Παρατηρούμε πολλές εναλλαγές, πολλά σπασίματα στους ρυθμούς και σαφέστατα την εισαγωγή νεοκλασικών και μπαρόκ στοιχείων που δίνουν μια διαφορετική πνοή στο σύνολο των κομματιών. Σαν μουσική είναι αρκετά διερευνητική, χωρίς πολλά blasts, τρέμολο, ξαφνικά ακραίες ταχύτητες ή βιαιότητα στο συναίσθημα. Έχουμε την προσθήκη ορχηστρικών οργάνων, όπως για παράδειγμα βιολιά, τσέλο, φλάουτα, εκκλησιαστικό όργανο κ.λπ..Τα keyboards έχουν την τιμητική τους και πάλι, σε ακόμα πιο βαρύνοντα ρόλο. Προσδίδουν απόκοσμα στοιχεία, αποτελώντας τον κορμό της σκοτεινής ατμόσφαιρας του συνόλου. Άλλοτε κυριαρχούν και άλλοτε βρίσκονται στο background στηρίζοντας απόλυτα την εξέλιξη των συνθέσεων. Ο Rygg μεταμορφώνεται σε μια πολύ διαφορετική περσόνα, με πολύ πιο βαριά και πολύ πιο μπάσα φωνητικά, που αγγίζουν τα όρια του οπερατικού. Κάπου εδώ να αναφέρω ότι ίσως η καλύτερη έκπληξη είναι η συμμετοχή του ICS Vortex στα φωνητικά του “The Chaos Path”. Μακράν το καλύτερο κομμάτι που έγραψαν ποτέ οι Arcturus, συνδυάζοντας την παράνοια και την ηρεμία σε λίγα λεπτά. Άλματα σημειώνονται και στην παραγωγή του δίσκου. Από την βρωμιά μεταπηδάμε σε μια πολύ καθαρότερη παραγωγή και πολύ πιο ισορροπημένη, που αφήνει τα όργανα και τα φωνητικά να αναπνεύσουν όπως πρέπει. Συμπερασματικά, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με μια εξαιρετική, ευφυέστατη σύλληψη. Εάν η προηγούμενη κυκλοφορία τους ερμηνεύεται σε πολλά επίπεδα, εδώ είναι ο ορισμός του επιπέδου, κυρία μου. Προσωπικά, μέχρι και σήμερα παρατηρώ και ανακαλύπτω πράγματα που αγνοούσα ή δεν είχα προσέξει σε προηγούμενες ακροάσεις. Σίγουρα οι Arcturus με το “La Masquerade Infernale” απευθύνονται πλέον σε ένα πιο διευρυμένο κοινό και σιγουρότατα μιλάμε για έναν από τους καλύτερους δίσκους που κυκλοφόρησαν ποτέ (οι Arcturus 100%, παίζει και στο είδος όλο).
Το 2000 οι Arcturus συμμετέχουν σε ένα 5-way split με τίτλο “The True Kings Of Norway”. Συμμετέχουν παράλληλα οι Emperor, Immortal, Dimmu Borgir και οι Ancient. Οι Arcturus συνεισφέρουν δύο κομμάτια, το “My Angel” και το “Morax”, τα οποία πρωτοκυκλοφόρησαν με το demo “My Angel” ο 1991.
Απρίλιος 2002 και οι Arcturus κυκλοφορούν τον τρίτο full length δίσκο τους και τον τελευταίο με τον Kristoffer “Garm” Rygg, ο οποίος δίσκος τιτλοφορείται ως “The Sham Mirrors” (σε κυκλοφορία της Ad Astra Enterprises). Πλέον οι Arcturus λογίζονται supergroup αφού όλη η αφρόκρεμα της Νορβηγίας είναι εδώ: Ulver, Dimmu Borgir, Mayhem, Emperor… Μουσικά, οι Arcturus αναπτύσσουν περαιτέρω το Avant – Garde μονοπάτι που διάλεξαν να ακολουθήσουν, κάνοντας τις progressive νότες τους λίγο πιο θεατρικές. Μουσικά, τα πράγματα είναι πιο ελαφρά, πιο μελωδικά, με σαφή ‘βελτίωση’ – αν μου επιτρέπεται ο όρος – στα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν την πνιγηρή ατμόσφαιρά τους. Απομακρύνονται λίγο από το σκοτάδι τους, πετώντας σε πιο διαστημικές τροχιές. Τα riff τους είναι γρηγορότερα και πιο μελωδικά / αρμονικά. Το ambience, με μια δόση sci-fi φαίνεται να είναι ο πυλώνας πλέον των συνθέσεων τους. Διατηρούν φυσικά τον Συμφωνικό χαρακτήρα τους με τα πλήκτρα. Ο Garm απομακρύνεται από το βαρύτονο ύφος του, υιοθετώντας πιο υψηλές τονικές αποδόσεις. Είναι σαν να πήραν την ερμηνεία του ICS Vortex από το “Chaos Path” και να βάσισαν όλη τη συνέχεια της πορείας τους εκεί. Κάπου εδώ κατανοούμε το ταλέντο και την ευκολία του Garm να μεταχειρίζεται όπως θέλει τη φωνή του, γεγονός αξιοθαύμαστο. Από τρομακτικές, σχεδόν μη ανθρώπινες κραυγές σε κρυστάλλινα καθαρά φωνητικά. Θα λέγαμε πως σαν σύνολο έχουμε έντονο το θεατρικό στοιχείο, αφού η εξέλιξη του δίσκου θυμίζει παραστάσεις στο Μέγαρο. Το μόνο που θα μπορούσα να πω πως με ενόχλησε στο “The Sham Mirrors” είναι ότι δεν δόθηκε στον Hellhammer η ευκαιρία να ξεδιπλώσει το ταλέντο του. Σχεδόν τα πάντα είναι ηλεκτρονικά, σε μια πιο ροκ έκδοση. Είναι λογική η αλλαγή αυτή, αναλογιζόμενοι την πορεία που διάλεξαν οι Arcturus να ακολουθήσουν, τον δρόμο του πειραματισμού και της πιο ατμοσφαιρικής απόδοσης, αλλά και πάλι είναι κρίμα.
Μετά από τρεις δίσκους, ο Rygg αποφασίζει να αποχωρίσει από το συγκρότημα, με τον Øyvind Hægeland των Spiral Architect να παίρνει τη θέση του. Ο Øyvind παρά το γεγονός ότι έκανε περιοδεία με τους Arcturus, δεν συμπεριλήφθηκε ποτέ σε κάποια επίσημη κυκλοφορία. Στις 5 Ιανουαρίου του 2005, ο Øyvind αποχωρεί και αυτός, με τον Simen “ICS Vortex” Hestnæs να αναλαμβάνει τα ηνία, μιας και κρίθηκε σημαντική η ήδη (μικρή μεν θαυματουργή του δε) εμπειρία με το συγκρότημα (είχε συμμετάσχει στα “Master of Disguise”, “The Chaos Path” και “Painting My Horror”) του “La Masquerade Infernale”. Με την αποχώρηση του Carl August Tidemann, ήρθε ο Knut Magne Valle. Το 2003, ο Tore Moren έπαιξε σαν session δεύτερος κιθαρίστας σε κάποια lives της μπάντας, μέχρι τελικώς να γίνει επίσημα μέλος των Arcturus. Οι Knut και Tore έγιναν το κιθαριστικό δίδυμο του συγκροτήματος, με τον Knut να έχει 7-χορδη κιθάρα και τον Tore να χρησιμοποιεί μια standard 6-χορδη.
Με αυτό το lineup κυκλοφορούν το σκοτεινό “Sideshow Symphonies” το 2005. Ενδιαφέρουσα δουλειά, με αρκετό πάθος, αλλά με τα πάνω και τα κάτω του. Είναι στιγμές που οι ρυθμοί πέφτουν, όπως για παράδειγμα στο δεύτερο κομμάτι (“Shipwrecked Frontier Pioneer”) και σε κάνουν να απορείς με αυτό που ακούς. Χτίζει διαρκώς, αλλά είναι κάτι σαν το γιοφύρι της Άρτας. Εκεί που λες ότι πήραμε μπρος, ε, εκεί τα πηδάει όλα. Είναι ο δίσκος των αντιθέσεων. Πολλές καλές στιγμές, πολλές ανιαρές επίσης. Προσωπικά έχω την αίσθηση πως προσπάθησαν να συνεχίσουν στον ίδιο μπούσουλα, αλλά το φορτίο του παρελθόντος είναι βαρύ. Είναι άξιος δίσκος, αλλά είναι αρκετά κλικ πιο κάτω απ’ ό,τι θα περιμέναμε. Στα συν, η απόδοση του Hellhammer, ο οποίος επιτέλους θυμίζει αυτόν που αγαπάμε. Έχει καλές ιδέες, προσαρμοσμένες στο γενικό σύνολο, έχει καλύτερο ήχο, γενικά είναι αυτός που πρέπει. Παράλληλα, στο “Sideshow Symphonies” τα πλήκτρα μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Όσον αφορά τον Vortex στα φωνητικά, είναι αρκετά διαφορετικός από τον Garm κι ας έχουν χονδρικά τα ίδια χαρακτηριστικά. Ο Garm έδινε αυτοκρατορική ένταση και μεγαλεπίβολη χροιά. Ο Vortex από την άλλη, είναι πιο επιφανειακός. Δεν εμπνέει τόσο και ας είναι τεχνικά ο καλύτερος αντικαταστάτης που θα μπορούσαν να έχουν οι Arcturus. Μερικά προβληματάκια είχαμε επίσης και με το master του δίσκου. Αν προσέξει κανείς, το δεύτερο κομμάτι (“Shipwrecked Frontier Pioneer”) έχει μια μείωση στην ένταση του ήχου. Εντυπωσιακό παρόλα αυτά είναι το εξώφυλλο του δίσκου, το οποίο είναι εμπνευσμένο από την χρυσή πλάκα που στείλαμε στο διάστημα με το Voyager.
Τον Απρίλιο του 2007, ανακοινώθηκε πως οι Arcturus το διαλάνε το μαγαζάκι και ότι περισσότερες πληροφορίες θα δίνονταν με επίσημη τοποθέτηση των μελών του συγκροτήματος. Σύμφωνα με αυτήν, επιβεβαιώθηκαν οι φήμες που είχαν κυκλοφορήσει κατά την συναυλία τους στη Μελβούρνη, τον τελευταίο σταθμό της Αυστραλιανής τους περιοδείας, κατά την οποία ο ICS Vortex άνοιξε τη συναυλία με τα εξής λόγια “Welcome to the last Arcturus show — ever.” Στην δήλωσή τους ανέφεραν πως αυτό ήταν μια απόφαση που είχαν πάρει «εδώ και καιρό», γιατί είχαν να ασχοληθούν και με τις προσωπικές τους ζωές και τα άλλα project τους, οπότε χρόνος ελεύθερος πάπαλα για τους Arcturus. Η επίσημη τοποθέτησή τους έκλεινε με το εξής: “We are humble and grateful to all the people that have supported and loved us over the years.”
Κάποια στιγμή είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι οι Arcturus θα επανασυνδέονταν με τον Garm στα φωνητικά. Ο Hellhammer επιβεβαίωσε πως η επανένωση των Arcturus θα ήταν αναπόφευκτη, και ότι ο Garm έδειξε ενδιαφέρον, παρότι ο ίδιος ο Garm δήλωσε από την προσωπική του σελίδα στο Facebook ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ο Vortex, μετά την αποχώρηση από τους Dimmu Borgir, ανέφερε πως θα επιθυμούσε να γίνει αυτή η επανένωση και πως μάλιστα έχει κάποια πλάνα. Ο Vortex ανέφερε επίσης στη σελίδα του στο Myspace ότι ένας εξωγήινος του μίλησε σχετικά με την επανένωση των Arcturus, λέγοντας πως το 2011 είναι τυχερός αριθμός. Ο ίδιος, ο Vortex όχι ο εξωγήινος, επιβεβαίωση την επανένωση αυτή σε ένα show στο ProgPower USA, λέγοντας “Αγαπημένα μας φρικά, το ProgPower USA 2011 θα φιλοξενήσει την πρώτη συναυλία των Arcturus μέσα σε 5 χρόνια. Θα είναι η πρώτη μας εμφάνιση στις Ηνωμένες Πολιτείες και επειδή είμαστε και λίγο καθυστερημένοι, μπορεί να είναι και η τελευταία μας. Αργότερα η συναυλία αυτή ακυρώθηκε με την πρόφαση ότι τα όργανά τους είναι outdated parts.
Οι Arcturus επρόκειτο να παίξουν στο Avant-Garde Night vol. 2 στην Πολωνία, αλλά ακύρωσαν και όρισαν νέα ημερομηνία για τον Ιανουάριο.
Έπαιξαν στις 9 Σεπτεμβρίου 2011 στο KICK Nattklubb & Scene στο Kristiansand της Νορβηγίας. Όταν ρωτήθηκε για αυτό από έναν φαν στο προσωπικό του Facebook, ο Vortex είπε “ναι μπορώ να επιβεβαιώσω για άλλη μια φορά ότι οι Arcturus είναι εδώ”
Το 2012, οι Arcturus έπαιξαν στα Inferno Metal Festival, Hellfest Summer Open Air, 02 Academy, Islington και Eindhoven Metal Meeting. Τον Απρίλιο του 2014, οι Arcturus επιβεβαίωσαν την φήμη πως ηχογραφούν φωνητικά, ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ανέφεραν πως ολοκλήρωσαν γενικά τις ηχογραφήσεις.
Τον Φεβρουάριο του 2015, οι Arcturus υπέγραψαν με την Prophecy Productions, κυκλοφορώντας τον Μάιο τον νέο τους δίσκο με τίτλο “Arcturian”. Στις 27 Μαρτίου, οι Arcturus κυκλοφόρησαν το πρώτο single του δίσκου, που έφερε τον τίτλο “The Arcturian Sign”. Μιλώντας για τον δίσκο στο σύνολό του, θα λέγαμε πως είναι η φυσική εξέλιξη όσων προηγήθηκαν. Είναι ένας αρκετά πιο συμπαγής και πολύ πιο δυναμικός δίσκος, με τον Vortex πλέον να έχει καταλάβει πολύ καλά γιατί του δόθηκε το πόστο αυτό τους Arcturus. Είναι αρκετά πιο θεατρικός και πιο άμεσος στην απόδοσή του, έχοντας πολλές εναλλαγές στα φωνητικά του. Συγκριτικά με την προηγούμενη κυκλοφορία, σίγουρα θεωρώ πως το “Arcturian” είναι καλύτερο και ανώτερο του “Sideshow Symphonies” για πολλούς λόγους. Ακούμε στοιχεία από όλο το φάσμα των Arcturus. Λίγο Black, λίγο Avant – Garde, λίγο prog, λίγο απ’ όλα. Όλα δεμένα μεταξύ τους εξαιρετικά, με μια αυθεντικότητα να ξεπροβάλλει έντονα από όλες τις συνθέσεις. Θα λέγαμε πως η παύση έκανε καλό στους Arcturus, τους καθάρισε το μυαλό και τους έκανε πιο συγκεντρωμένους. Το “Arcturian” είναι όσο παρανοικό και χαοτικό πρέπει, ώστε να γίνει αντιληπτό και πιο εύκολα προσβάσιμο, κάτι που το χρειάζονταν εδώ που τα λέμε, για να επαναπροσεγγίσουν το κοινό τους.
Με αυτά και με εκείνα, φτάσαμε στο 2018. Έχουμε τη δυνατότητα να απολαύσουμε τους Arcturus σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Όσοι τους είδαν παλαιότερα, έχουν να πουν τα καλύτερα. Εμένανε τώρα θα σπάσει η παρθενιά. Ελπίζω να ανταποκριθούν στις προσδοκίες όλων.
Περισσότερες πληροφορίες για τις συναυλίες των Arcturus θα μπορέσετε να βρείτε στους παρακάτω συνδέσμους.
https://www.facebook.com/events/144209426203122/
https://www.facebook.com/events/1342696042506754/