Last Updated on 11:16 AM by Giorgos Tsekas
A Documentary for Ronnie James Dio
Υπάρχουν πολλοί σταθμοί στη ζωή μας. Σταθμοί που καθορίζουν το ποιοι είμαστε και πως βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας, πως πλάθουμε εικόνες στο μυαλό μας, πως οραματιζόμαστε και τι βιώνουμε μέσα από ακούσματα. Τέτοιος σταθμός είναι (με μια άρνηση στο ήταν) ο Dio, ναι αυτός ο μικροσκοπικός κύριος με τα κατσαρά ατημέλητα μαλλιά που όταν άνοιγε το στόμα του επί σκηνής μεταμορφωνόταν σε μυθικό τέρας με διάπλαση που ξεπερνά τα πέρατα του κόσμου. Το τι νιώσαμε και εξακολουθούμε να νιώθουμε ακούγοντάς τον στο πέρασμα του από συγκροτήματα που στιγμάτισαν τη μουσική μας το ξέρω εγώ, εσύ, ο καθένας μας. Μετενσαρκώνει άλλωστε και μια ανάμνηση των πρώτων ακουσμάτων μας, που είναι από αυτές που μένουν ανεξίτηλες στο χρόνο διάλοε.
Θέλω να ευχαριστήσω τους ιθύνοντες για τη σύλληψη και την υλοποίηση του τολμηρού ομολογουμένως εγχειρήματος, να φέρουν στη μεγάλη οθόνη τη ζωή του. “Dreamers never Die” λοιπόν και ο τίτλος δε θα μπορούσε να είναι ιδανικότερος, απόλυτα ταιριαστός σ΄ αυτόν τον οραματιστή, έναν οραματιστή που μάτωνε μέχρι τελικής πτώσης ώστε να καταφέρει να φτάσει πιο κοντά στα ιδανικά του (τα μουσικά, αλλά κυρίως τα ηθικά). Και αυτός είναι ένας από τους λόγους που η μνήμη του θα τιμάται πάντα, ένα λαμπρό παράδειγμα που θα μένει εκεί να φωτίζει στα σκοτάδια της μιζέριας για όποιον ακόμη ψάχνει το δρόμο του. Σε σκηνοθεσία των Don Argott, Demian Fenton (που έκανε και το μοντάζ), και μουσική υπόκρουση (εκτός των live στιγμών και των αναφορών στη δισκογραφία του) από τον Nick Bassett, το ντοκιμαντέρ αυτό σέβεται τη μεγαλειότητά του και την παρακαταθήκη του, δίνοντας μορφή στις πιο δύσκολες και σκοτεινές στιγμές του, αυτές που στην ουσία καθόρισαν την πορεία του αλλά και την πολυσχιδή προσωπικότητά του. Για το αξιόλογο σκηνοθετικό δίδυμο είχε προηγηθεί και το «Last Days Here» (2011) για τους Pentagram.
Περνώντας στο διά ταύτα τώρα, η ταινία αφηγείται/ εξιστορεί το σύνολο όχι μόνο της καριέρας αλλά και της ζωής του. Αφηγητές μεταξύ άλλων οι Wendy Dio, Tony Iommi, Geezer Butler, Bill Ward, Vinny Appice, Rob Halford, Lita Ford, Jack Black, Glenn Hughes, Dan Lilker και Sebastian Bach (παράτερη κατ΄ εμέ και λίγο άστοχη η επιλογή του τελευταίου, αλλά γιατί όχι, ίσως είναι και μια απόδειξη του ότι ο RJD ήταν είδωλο ακόμη και για τους hard rock/glam σταρ της εποχής). Με μια δόση νοσταλγίας για τη γειτονιά που μεγάλωσε, το αποστειρωμένο ρωμαιοκαθολικό οικογενειακό του περιβάλλον και την επιμονή του πατέρα του να τελειοποιήσει την τεχνική του στην τρομπέτα μπαίνουμε στο κλίμα των όσω επρόκειτο να δούμε. Από μαθητής στην επαρχιακή πόλη του Κόρτλαντ (πολιτεία Νέας Υόρκης), έως την πρώτη του τηλεοπτική εμφάνιση στο Τέξας. Από τα πρώτα του τζαμαρίσματα, έως την αποθέωσή του στους Rainbow. Από το αυτοκινητιστικό δυστύχημα που κόστισε την ζωή του Nick Pantas, φίλου του και κιθαρίστα της τότε μπάντας του “Elf”, έως την ένταξη του στην στρατιά των Sabbath. Από την πρώτη του προσωπική προσπάθεια σύνθεσης μουσικής που θα εξέφραζε μόνο τον ίδιο (Dio era), έως την επιστροφή του στο πλευρό του Iommi στους Heaven & Hell. Από τη δημιουργία έως το τέλμα, από την αναγέννηση έως την πτώση, από τη μάχη του με την ασθένεια έως τη μετουσίωσή του στην ιδέα που είναι σήμερα για όλους εμάς. Με ένα από – έως όσων ήταν, όσων έζησε και όσων μας έμαθε, η ταινία καλύπτει όλο το φάσμα των μουσικών του, και όχι μόνο, μονοπατιών.
Πλούσιο το οπτικοακουστικό υλικό με σπάνιες ηχογραφήσεις και βίντεο, μέρη συνεντεύξεων που δεν είχαν βγει έως τώρα στο φως, μας μετέφεραν κοντά του, μας έκαναν να νιώσουμε την παρουσία του εκεί στην αίθουσα, για μία ακόμη φορά. Ήταν εκεί και μας τραγουδούσε, μας μιλούσε, μας μάθαινε να αγαπάμε, να μη τα παρατάμε και να κυνηγάμε με περίσσιο πάθος τα πιο τρελά μας όνειρα. “Love is Αll” ήταν για εκείνον. Και αυτή του η αγάπη για τη μουσική που οραματιζόταν τον έκαναν να επιμένει, να λέει όχι στις εμπορικές φαντασιώσεις ακόμη και των πιο φτασμένων της εποχής (βλ. Blackmore, Iommi). Φτάνοντας πολύ κοντά στη χρεοκοπία και αντιμέτωπος με τόσες δυσκολίες δεν εγκατέλειψε ποτέ το όνειρο. Μόνο και μόνο από το γεγονός ότι στα 40 του είπε ξεκινάω κάτι δικό μου και θα φτάσω ψηλά μ’ αυτό, είναι κάτι που δεν το βλέπεις κάθε μέρα. Άφησε το στίγμα του σε κάθε μία από τις μπάντες που πέρασε για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο, πάντα είχε κάτι να πει.
Συνοψίζοντας, μιλάμε για μια ταινία που εστιάζει στον Dio- ερμηνευτή/δημιουργό/σύζυγο/άνθρωπο/φιλάνθρωπο/στοχαστή, μια ταινία που μας έφερε θύμισες και μας έκανε να συγκινηθούμε. Όποιος πει ότι δε δάκρυσε θα πει ψέματα.
Whenever we dream …. That’s when we fly!