14.3 C
Athens

Inveditorial

Published:

Last Updated on 04:20 AM by Giorgos Tsekas

Δεν θυμάμαι καν πότε είχα συγγράψει το τελευταίο Inveditorial. Είχα δώσει την υπόσχεση στον εαυτό μου να μην υπάρξει άλλο, άλλωστε είμαι από εκείνους τους περίεργους τύπους που προτιμούν τα έντυπα, τα βινύλια, τα demos, την αλληλογραφία και πολλά ανάλογα δεινοσαυρικά -για κάποιους- δεδομένα μιας ρομαντικής εποχής που ίσως έχει περάσει ανεπιστρεπτί, από την αστραπιαία ηλεκτρονική ενημέρωση και τα διάφορα “καλούδια” της (downloads, facebook, youtube, κλπ), τα οποία ναι μεν εξασφάλισαν ευκολότερη πρόσβαση στη γνώση, στην ενημέρωση και την αναζήτηση, δεν παύουν όμως να αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της αποξένωσης και της αλλοτρίωσης. Οι βασισμένες στη μουσική διαπροσωπικές σχέσεις και η face to face ανταλλαγή απόψεων αποτελούν γλυκιές αναμνήσεις του παρελθόντος. Οι επισκέψεις στο φίλο που είχε καταφέρει να εντοπίσει το βινύλιο ενός συγκροτήματος που δεν υπήρχε στις προθήκες των ολίγων αμιγώς metal δισκοπωλείων, σήμερα έχουν αντικατασταθεί με ένα απρόσωπο download ή like στα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η μέχρι πρωίας οινοπνευματώδης κατάνυξη για ένα οποιοδήποτε γεγονός (αφορμή θα μπορούσε να ήταν το ο,τιδήποτε) στις μέρες μας μετατράπηκε σε ηλεκτρονικές ευχές από φίλους που στην ουσία δεν είναι καν γνωστοί. Λένε πως οι φίλοι φαίνονται στην πλήρη δυστυχία και εξαθλίωση, επαυξάνω ότι η πραγματική φιλία παίρνει σάρκα και οστά μέσα από το πρίσμα της συντροφικότητας και τούτη η βαθύτατα στοχαστική λέξη σίγουρα δε χωρά στις ελάχιστες ίντσες μιας οθόνης υπολογιστή. Σκοπός της παρούσης εισαγωγής όμως δεν είναι ούτε η μιζέρια, ούτε η ψευδαίσθηση περί θριαμβολογιών περασμένων δεκαετιών που και καλά όλα κυλούσαν ομαλά, εν αντιθέσει της σημερινής νεολαίας που δεν εκτιμά τίποτα. Ας μη γελιόμαστε, καπιταλισμό είχαμε, καπιταλισμό έχουμε. Στα σκατά γεννηθήκαμε, στα σκατά κινούμαστε. Η ελπίδα όμως πεθαίνει τελευταία και ως τέτοια λογίζεται όποια κοιτίδα πολιτισμού καταφέρνει να κρατήσει τα στεγανά της ανέπαφα απέναντι στην εμπορευματοποίηση. Το metal, ακραίο και απρόσιτο άμα τη εμφανίσει του, προβλημάτισε και εξαρχής γκετοποιήθηκε. Εν συνεχεία, όχι μόνο γνώρισε την ευρύτερη αποδοχή, αλλά αγκαλιάστηκε ακόμα και από τις πολυεθνικές. Το underground όμως, ως μήτρα μονίμως κυοφορούσα, ξέρναγε τα καινούρια του αποπαίδια που αναζωπύρωναν τη φλόγα, έως ότου και αυτά υποτάσσονταν στις νόρμες του εγχειριδίου της επιτυχίας, για να έρθουν εν ζωή άλλα απόκοσμα όντα κραυγάζοντας κάτι το διαφορετικό και ούτω καθεξής.

“To metal πέθανε” φωνάζουν όσοι αρνούνται να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις. Η μουσική είναι αιώνια και ακόμα και αν στερέψει η δεξαμενή του κοινού, τα δημιουργήματα θα βρίσκονται εκεί αναζητώντας “καινούρια αυτιά για την καινούρια μουσική”, όπως έγραφε ο Νίτσε πολύ πριν τα 56 χρόνια του (ο βιολογικός του θάνατος επήλθε 11 χρόνια πριν, όταν το μεγαλειώδες πνεύμα του εξέπνευσε τα λοίσθια, εκείνο το πνεύμα που λάτρευε σε τέτοιο σημείο τη μουσική που θεωρούσε “τη ζωή χωρίς μουσική ως ένα λάθος”).

Και πόσο δίκιο είχε…. Από τα μπλουζ του νότου της Αμερικής, φτάσαμε στο rock’n’roll, από εκεί στη δαιδαλώδη πειραματική σχολή των 60’ς (έχω βάσιμες υποψίες ότι ένας φίλος ερευνητής που μιλάει για άνω των 18.000 σχημάτων με καταγεγραμμένα ηχογραφήματα μόνο στη Γερμανία κατά την περίοδο 1960-1970 που πειραματίστηκαν με τον ευρύτερο όρο progressive, όχι μόνο δεν υπερβάλλει, αλλά μάλλον βρίσκεται στα σπάργανα της έρευνάς του), μετέπειτα στο rock και τις αναρίθμητες παραφυάδες του, στο hard rock έως ότου το παιχνίδι άλλαξε ρότα και οι ενισχυτές πήραν τα ηνία. Ατέρμονες οι συζητήσεις αν οι νονοί ήταν οι BLUE CHEER, οι LUCIFER’S FRIEND ή οι BLACK SABBATH, άλλωστε ποσώς έχει τη σημασία που του αποδίδουμε. Η επανάσταση στον ήχο είχε ήδη συμβεί και αργά ή γρήγορα οι εξελίξεις θα βάδιζαν στο δρόμο τους. Δεκάδες χιλιάδες σχήματα, αναζητητές του ονείρου, σκάλισαν μεταλλικά το πεντάγραμμο, αποχώρησαν με ψηλά το κεφάλι, συνέχισαν με καθαρό το μέτωπο ή μεταλλάχθηκαν σε μπάντες κοινής κατανάλωσης ξεπουλώντας τις προσδοκίες που οι ίδιοι άφησαν ως παρακαταθήκη όταν έδωσαν τα πρώτα στίγματα της ζωής τους. “Δηλαδή, τι θες να μας πεις ρε φίλε;”, ορθά θα αναρωτιούνται μερικοί αναγνώστες, “η επιτυχία και η αναγνώριση απαρέγκλιτα οδηγούν στο ξεπούλημα;”. Τουναντίον! Η επιτηδευμένη, όμως, αλλαγή μουσικής πλεύσης προς σύμπλευση της εμπορικής ροής των playlist, αν μη τι άλλο, καταμαρτυρά πολλά.

Μη μας διαφεύγει η ουσία. Τι θα μπορούσε να προσφέρει άραγε η ηλεκτρονική μορφή του Metal Invader εν έτη 2014; Ίσως πολλά, ίσως και τίποτα. Ίσως αποτελέσει ένα ακόμα διαδικτυακό μεταφραστή των δελτίων Τύπου των νέων κυκλοφοριών, ίσως πολλά περισσότερα. Η ελευθερία που παρέχει το Μέσο κρίνεται αρκούντως δελεαστική, αρκεί οι καινούριοι ιθύνοντες να μη συνθηκολογήσουν με τίποτα και για κανένα λόγο. Ως έντυπο το Invader προκάλεσε μια γερή ρωγμή στο υπογάστριο του καθωσπρεπισμού. Από που και ως που ένα ακραιφνώς ενασχολούμενο με τη μεταλλική σκηνή έντυπο τολμούσε να συμπεριλαμβάνει στην ύλη του δεκάδες άρθρα για αρχαίους πολιτισμούς ή συνεντεύξεις και αφιερώματα σε συγγραφείς ή διανοούμενους; Πως είναι δυνατόν να χωρούσαν σε κοινά τυπογραφικά τόσο αλλοπρόσαλλα θεωρητικά θέματα δίπλα σε συνεντεύξεις από καλλιτέχνες των οποίων τα πονήματα μας συγκινούσαν; Τι δουλειά είχαν άραγε οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου (η πρώτη heavy metal μπάντα με τεκμηριωμένες τοποθετήσεις δια χειρός Σωτήρη Τσάλη) και ο Lovecraft δίπλα σε δοκίμια για τη μουσική; Τι κοινό έχει ο Θορώ με τον Πάνα; Ο Λουντέμης με τον Crowley; Και όμως, κοινή αφετηρία, ομοούσια συνισταμένη βρέθηκε στη τρέλα καμιά 30αριά μαυροντυμένων περίεργων τύπων που για μερικά χρόνια μοιράστηκαν τις πλέον κρυφές ή φανερές σκέψεις και απόψεις τους. Ο τρόπος; Εύκολος μα και συνάμα επικίνδυνος. Συχνά ανταρτοπόλεμος απέναντι στην ασφάλεια που δήλωνε το υπάρχον καθεστώς. “Δεν έχει συνέντευξη αφού η κριτική σας δεν ήταν όπως έπρεπε”, δήλωνε ευθαρσώς ο καρεκλοκένταυρος της εκάστοτε δισκογραφικής εταιρίας. Η συνέντευξη όμως πάντοτε γινόταν ακόμα και με τον πιο παράδοξο τρόπο. Δεν θα ξεχάσω μία συνέντευξη των MANOWAR που παρότι αποκλεισθήκαμε από το εν Ελλάδι παρακλάδι της πολυεθνικής που βρίσκονταν τότε, καταφέραμε και δημοσιεύσαμε με τη μεσολάβηση πολλών ατόμων έως ότου οι γραπτές ερωτήσεις μας έφτασαν στα χέρια του μόνιμου ανταποκριτή της πάλαι ποτέ ΕΡΤ (R.I.P.) στη Νέα Υόρκη και ο οποίος έφερε εις πέρας την αποστολή μας. Ωραία η αποκλειστικότητα που εξασφαλίζεται με διθυραμβικούς παιάνες για ένα μετριότατο καινούριο άλμπουμ, ομορφότερη δε η συνέντευξη προς το έντυπο που έθαψε το εν λόγω άλμπουμ, ακόμα και αν καταφθάνει μετά κόπων και βασάνων με πλάγιο τρόπο την ώρα που το αδυσώπητο dead line αυξάνει την αδρεναλίνη στο έπακρον. Κάπως έτσι σπάγαμε εμπράκτως το τσαμπουκά των ντόπιων τοποτηρητών που προσπάθησαν να μας στερήσουν την ελευθερία του λόγου.

Ετούτοι οι καμιά 30αριά σκοτεινοί και διαφορετικοί χαρακτήρες, λοιπόν, μοιράστηκαν ελεύθερα τις ίσως απόλυτες σκέψεις τους περί της μουσικής και όχι μόνο. Ελεύθερα. Λέξη κλειδί. Υποκειμενισμός στο έπακρον, αν θέλετε, μα τι διαφορετικό δύναται να πρεσβεύει η πλήρης ελευθερία του λόγου; Αλίμονο σε όσους νομίζουν ότι μπορούν να γράψουν αντικειμενικά. Το υποκειμενικό στοιχείο υπερισχύει του αντικειμενικού, διαφορετικά το κάθε κείμενο δεν οφείλει να φέρει υπογραφή. Ναι μεν θεωρητικά το αντικειμενικό στοιχείο διαδραματίζει το δικό του σημαντικό ρόλο, ο υποκειμενισμός όμως είναι εκείνος που τελικά ορίζει το συμπέρασμα. Ο σχολιαστής/κριτικός/δημοσιογράφος/ερευνητής οφείλει να προσεγγίζει μέσα από τη δική του υποκειμενικότητα την υποκειμενικότητα των αναγνωστών του ώστε στο βαθμό που είναι δυνατό να αντικειμενοποιήσει τις σκέψεις του. Εκεί μάλλον παίχθηκε το όλο σκηνικό. Η πλήρης ελευθερία των συντακτών υπήρξε εκείνη που συχνά προβλημάτιζε, άλλοτε εκνεύριζε, μα θέλω να πιστεύω ότι εν τέλει ερέθιζε το αναγνωστικό κοινό. “Ωραία η ιστορική σου αναδρομή…επί του παρόντος όμως τι θα μπορούσε να εξυπηρετήσει η επανεμφάνιση, ή καλύτερα η νεκρανάσταση, του Metal Invader;”, σαν να ακούω να αναρωτιούνται όσοι έφθασαν διαβάζοντας έως εδώ. Αντί εμού, ας απαντήσει εκείνος ο αναγνώστης που χωρίς να έχουμε ποτέ γνωριστεί έγραψε ότι ξεφυλλίζοντας τα παλιά τεύχη συνειδητοποίησε ότι τα περισσότερα από τα άγνωστα συγκροτήματα που εκθειάζαμε τότε, σήμερα χαίρουν ευρείας αποδοχής. Αυτό και μόνο. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Δεν είναι τυχαίο ότι 13 χρόνια μετά το ακροτελεύτιο τεύχος με τους DESTRUCTION στο εξώφυλλο υπάρχουν λίγοι έστω που στηλιτεύουν εκείνο το περίεργο έντυπο, το υπό μορφή fanzine μηνιαίο περιοδικό, που έβαλε ένα μικρό ανεπαίσθητο λιθαράκι στο μεταλλικό στερέωμα της χώρας μας. Καινοτομίες; Από που να αρχίσεις και τι να πρωτογράψεις; Ας εστιάσω μόνο στα της ύλης. Όταν ενθουσιασμένοι ζητήσαμε συνέντευξη από τους παντελώς άγνωστους τότε SYSTEM OF A DOWN για την παρθενική τους εμφάνιση στην Αθήνα ως support των SLAYER, ο υπεύθυνος της Sony Music (Ρέτζιος θαρρώ ότι λεγόταν) μας απάντησε μονομιάς: “Ποιος τους γαμάει αυτούς;”. Όταν βάλαμε εξώφυλλο τους SLIPKNOT ή τους RAMMSTEIN μας θεώρησαν τρελούς. Μα πραγματικά ήμασταν. Πως αλλιώς μπορούν να χαρακτηριστούν εκείνοι που επιλέγουν να κάνουν “album of the month” τους παντελώς άγνωστους IN EXTREMO όταν την ίδια χρονική περίοδο κυκλοφορούσαν άλμπουμ οι λαοφιλέστατοι (τότε) STRATOVARIUS. O κοινός διανομέας και των 2 κυκλοφοριών (R.I.P.) που σαφώς επένδυε στους STRATOVARIUS (λες και τα χρήματα από τις πωλήσεις των IN EXTREMO πήγαιναν σε άλλη τσέπη) δεν μπορούσε να το διανοηθεί. “Πάτε καλά;”, μας ρώτησε. Και είχε δίκιο. Δεν πηγαίναμε καλά. Μόνο αν δεν πηγαίνεις καλά, ίσως κάνεις τη διαφορά. Δεν γνωρίζω αν όντως κάναμε τη διαφορά, όμως γνωρίζω ότι τόσα χρόνια μετέπειτα υπάρχουν μερικοί ρομαντικοί που αναπολούν το έντυπό μας και σίγουρα χαμογελούν βλέποντας το λογότυπο του Μεταλλικού Εισβολέα να ορθώνεται ξανά και τούτο είναι κάτι που προσωπικά με δικαιώνει.

Δεν υπήρξαμε κάτι ιδιαίτερο. Αλίμονο σε εκείνους που νομίζουν ότι αρθρογραφώντας σε ένα Μέσο αυτομάτως μετατρέπονται σε κάτι σημαντικό. Ήμασταν απλά τυχεροί που αποτυπώναμε τις σκέψεις μας σ’ένα χαρτί και το χαρτί αυτό τυπωμένο πια ταξίδευε σ’όλη τη χώρα. Το μήνυμά μας ταξίδευε και ο δέκτης (οι αναγνώστες) επέστρεφε τις δικές του σκέψεις στο πομπό. Εκατοντάδες γράμματα, τηλεφωνήματα, επευφημίες, καντήλια, ευχαριστίες, απειλές, μα πάνω απ’όλα ανταλλαγή απόψεων.

Δεν έχω στα χέρια μου ούτε μια εκπομπή από την “Άλλη όψη στο Heavy Metal” που έβγαινε στον αέρα στον 90,2 Αριστερά στα FM (R.I.P…..γράφοντας συνειδητοποιώ ότι έχουν περάσει πολλά χρόνια….) από το 1990 έως το 2000, διαθέτω ελάχιστα τεύχη του Invader και ετούτα φροντίζω να μην τα ανοίγω ποτέ. Ανέκαθεν δεν τα πήγαινα καλά με τις αναμνήσεις. Είναι καλό γενικά να μην τις σκαλίζεις….Άξαφνα, όμως, ήρθαν στο προσκήνιο. Ένας αδελφικός φίλος, πρώην αναγνώστης του περιοδικού μου ανακοινώνει ότι θέλει να το ανεβάσει ξανά στο διαδίκτυο. Έχω εκατοντάδες γνωστούς, δεκάδες φίλους και λίγους εκλεκτούς. Οι εκλεκτοί για εμένα είναι εκείνοι που διαφέρουν. Εκλεκτός είναι εκείνος που αν υποψιαστεί την ανάγκη σου θα σε βοηθήσει δίχως αντάλλαγμα. Με ένα πεζό -ίσως ισοπεδωτικό- παράδειγμα, είναι εκείνος που θα βρεθεί δίπλα σου στο οδόφραγμα της ζωής και αν πέσεις στα χέρια των μπάτσων θα βουτήξει στη φωτιά να σε γλυτώσει, εκείνος που θα δράσει εν ολίγοις δίχως να του το ζητήσεις, που θα ακούσει δίχως να μιλάς. Τι και προσπάθησα να τον αποτρέψω, τι και αν του είπα ότι θα ήταν προτιμότερο στις δύσκολες εποχές μας να επενδύσει κάπου αλλού και όχι στο εν λόγω εγχείρημα…..εις μάτην…..και να’μαστε τώρα εδώ, εγώ να γράφω το τελευταίο εισαγωγικό σημείωμα παλεύοντας με τις αναμνήσεις και εκείνος στο κυνήγι της ύλης και γενικά στα βάσανα. Το μόνο, λοιπόν, που μπορώ να ευχηθώ στον Γιώργο Τσέκα είναι καλό κουράγιο και γερό στομάχι που θα χρειαστεί σίγουρα στην καινούρια του διαδρομή στον κόσμο της μουσικής βιομηχανίας, ένα κόσμο άλλοτε σάπιο και άλλοτε ονειρικό. Άλλωστε διαθέτει τα απαραίτητα στοιχεία, είναι άρρωστος μεταλλάς, ρομαντικός και αμετανόητος (το Παοκτσής το αντιπαρέρχομαι). Του υπόσχομαι αμέριστη βοήθεια ως στρατιώτης του εγχειρήματος (οι στρατιώτες σε μια παρτίδα σκάκι είναι τα πλέον πολύτιμα πιόνια κατά τον Ταρτακόρεφ) τόσο όσον αφορά την επανένταξη παλαιών στελεχών (ήδη εντοπίστηκαν και θα συμμετάσχουν οι: Γιώργος Ζαχαρόπουλος, Πόπη Στέφα, Στέλιος Μπασμπαγιάννης, Νίκος Πατέλης, Βασίλης Ζόμπολας, Βασίλης Γεωργίου, Αλέξανδρος Σουλτάτος και έπεται συνέχεια!!!), όσο και την μελλοντική αρθρογραφία.

Ανδρέας Στασινόπουλος

Υ.Γ.1 Μαζί θα τα λέμε μέσω της στήλης “I Don’t Want Your Holy Water” όπου θα παρουσιάζονται περίεργες κυκλοφορίες, βιβλία, συνεντεύξεις με διαφορετικούς ανθρώπους, ταινίες ή απλά θα προσπαθήσω να τακτοποιήσω τις σκέψεις μου με βαρετούς μονόλογους. Όλα αυτά χρόνου επιτρέποντος…

Υ.Γ.2 Με την αποκέντρωση του περιοδικού και τη βάση του πια στα Τρίκαλα θα έχω πιο πολλές αφορμές να επισκέπτομαι την πανέμορφη περιοχή (χαιρετισμούς στον Γιακ, στη Heavy Metal United και στην μεταλλική ομήγυρη!).

Υ.Γ.3 Καλό ταξίδι Μεταλλικέ Εισβολέα, βούτα στη τρικυμία και κάνε φίλους σου τα κύματα…

Related articles

spot_img

Recent articles

spot_img