Last Updated on 07:27 PM by Lilliana Tseka
Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου. Η ώρα είναι κοντά 5 το απόγευμα και εν μέσω αρκετής ζέστης πλησιάζω το Gagarin. Έξω από το venue το ελληνικό καλοκαίρι κρατάει ακόμα. Μέσα όμως τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Μια βαρυχειμωνιά έχει απλωθεί στο χώρο και αιτία για αυτό δεν είναι άλλη από το τολμηρό εγχείρημα της Smoke The Fuzz, με το Smoke The Fuzz fest – Fall of Doom Edition.
Μια πραγματικά ιστορική μέρα για τον ευρύτερο χώρο του Doom/Heavy/Sludge ήχου, αφού μας περίμενε ένας 9ωρος (!!) μαραθώνιος με 7 πανάξια συγκροτήματα του χώρου, σε μια βραδιά που εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο πάρτυ του συγκεκριμένου ιδιώματος, αφού εκτός από το κοινό, τα ίδια τα συγκροτήματα απόλαυσαν κάθε στιγμή που έζησαν πάνω και κάτω από τη σκηνή, σε αυτή τη σπάνια συγκέντρωση τόσο σπουδαίων ονομάτων στη μακρινή για πολλούς από αυτούς Ελλάδα.
Σε γενικές γραμμές η διοργάνωση εξελίχθηκε μια χαρά. Ουσιαστικά (και ευτυχώς) δεν υπήρξαν καθυστερήσεις στις αλλαγές των συγκροτημάτων, σίγουρα όμως υπήρξαν κάποια προβλήματα ήχου ειδικά στα 3 πρώτα συγκροτήματα, ενώ γενικότερα η ένταση ήταν κάποιες φορές εξωφρενικά δυνατή, πράγμα που ναι μεν ταιριάζει σε συγκροτήματα αυτού του ιδιώματος, αλλά από την άλλη καθιστούσε την απρόσκοπτη παρακολούθηση του event εξαιρετικά δύσκολη, έως και «ηρωική» θα τη χαρακτήριζα, αν αναλογιστεί κανείς ότι είχαμε να κάνουμε με απίστευτα πολλές ώρες ζωντανής μουσικής. Αυτό είναι το μόνο ίσως πρόβλημα που διέκρινα που όμως έχει και μια λογική εξήγηση, γιατί σίγουρα είναι πάρα πολύ δύσκολο να συντονιστούν με άψογο τρόπο ηχητικά 7 συγκροτήματα σε ένα μόνο stage.
Για τη προσέλευση του κοινού δεν μπορώ να είμαι σίγουρος για το αν ήταν ικανοποιητική για την Smoke The Fuzz. Το σίγουρο είναι ότι σε καμία χρονική στιγμή δεν ένιωσα ότι βρίσκομαι σε ένα χώρο τίγκα, πράγμα που ήταν καλό φυσικά για όσους βρισκόμασταν μέσα αφού κινούμασταν σχετικά άνετα, αλλά δεν είμαι βέβαιος αν αυτό σημαίνει ότι δεν έγιναν τα επιθυμητά εισιτήρια, αφού το event είχε αυτή την 9ωρη ιδιαιτερότητα, πράγμα που σήμαινε ότι πολλοί άνθρωποι έμπαιναν και έβγαιναν αναλόγως τα κουράγια τους και τις μουσικές που ήθελαν οπωσδήποτε να παρακολουθήσουν. Εύχομαι να πήγαν πάντως όλα καλά και εισπρακτικά, γιατί μιλάμε για ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα που σίγουρα δε θα ήταν καθόλου καλό να «μπει μέσα».
Το απολύτως βέβαιο πάντως, είναι ότι όλα (μα όλα) τα συγκροτήματα έδωσαν κυριολεκτικά τον καλύτερο εαυτό τους στη σκηνή, με απόλυτη συνείδηση για τη τιμή και τη τύχη που είχαν να βρίσκονται συγκεντρωμένα όλα μαζί στην Αθήνα σε ένα ιστορικό event.
Οι Γάλλοι Love Sex Machine είχαν αυτόν τον ρόλο που κλασικά αποκαλούμε «άχαρο», του πρώτου δηλαδή στη σειρά συγκροτήματος, αλλά κατάφεραν να φέρουν την αποστολή τους εις πέρας αξιοπρεπέστατα και με κέφι, παρά τα προβλήματα στον ήχο και με αρκετό όμως κόσμο να τους υποδέχεται παρότι ήταν ακόμα πολύ νωρίς.
Οι Σουηδοί Suma αποδείχτηκαν μία από τις βαρύτερες και πιο σκοτεινές μπάντες της βραδιάς, με ανελέητο doom σφυροκόπημα και με τίγκα πώρωση και από τα τρία μέλη τους. Δυστυχώς ούτε αυτούς τους βοήθησε ο ήχος (ειδικά στο πρώτο εικοσάλεπτο) αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δε τους εμπόδισε να τα δώσουν ό,τι είχαν και δεν είχαν για να σταθούν ισάξια στο event. Άξια μπάντα, την επόμενη φορά θα προτιμήσω να τους δω σε ένα καθαρά δικό τους live.
Το δίδυμο των Black Cobra πήρε τη σκυτάλη και το γλέντησε δεόντως. Αρκετά διαφορετικοί από τις υπόλοιπες μπάντες, με αρκετά HighonFireικά και Motorheadίζοντα στοιχεία, πέρα από τις ενίοτε γκρουβάτες ντουμιές τους, τα έδωσαν επίσης όλα, αλλά δυστυχώς είχαν με διαφορά τον χειρότερο ήχο της βραδιάς, πραγματικό βασανιστήριο για τα αυτιά. Φίλος που παρακολουθήσαμε μαζί το live και τους είχε δει στο Κύτταρο με τους Acid King, μου είπε ότι εκεί ακούστηκαν σαφώς καλύτεροι και αδικήθηκαν από το ηχητικό αποτέλεσμα στο Gagarin. Σε κάθε περίπτωση οι ίδιοι φάνηκαν να το ευχαριστήθηκαν κάργα όπως και αρκετοί οπαδοί τους, οπότε τελικά όλα καλά.
Σειρά είχε όμως τώρα το συγκρότημα που προσωπικά με άγγιξε περισσότερο από κάθε άλλο στο συγκεκριμένο event. Οι Καναδοί Sons Of Otis, μία από τις σημαντικότερες μπάντες του ευρύτερου doom/psych/stoner/heavy ήχου που ξεπήδησε στα 90s, αλλά και μία από τις πιο γκαντέμικες (όποιος ψάξει λίγο την ιστορία τους θα καταλάβει…), εμφανίστηκαν για πρώτη στη χώρα μας και μας μάγεψαν με το πανέμορφο bluesy doom τους, τις ψυχεδέλιές τους, ακόμα και τις Floyd επιρροές τους. Με αρκετά (επιτέλους) καλό ήχο και με μια «χασιάρικη» διάθεση μας καθήλωσαν και μας συγκίνησαν για όση ώρα βρέθηκαν στη σκηνή, παρά τα προβληματάκια στις κιθάρες που ξενέρωσαν κάποια στιγμή λίγο τον frontman τους. Η αίσθηση που μου άφησαν όση ώρα τους παρακολούθησα συνοψίζεται στην εξής κάπως περίεργη ίσως άποψη: Ήταν σαν το συγκρότημα της διπλανής πόρτας που… γαμάει όμως! Κάπως έτσι το ένιωσα εγώ… Πανάξιοι πάντως, μακάρι να τους δούμε κάποια στιγμή και σε ένα δικό τους live.
Οι Dopethrone που ανέβηκαν στη συνέχεια δεν είναι από τις μπάντες που θα κάτσω να ακούσω σπίτι. Κοινώς δεν τρελαίνομαι με τη μουσική τους. Φυσικά με αυτό διαφωνούν οι πολυάριθμοι φίλοι τους που απέδειξαν με τη παρουσία τους πως μαζί με τους Yob ήταν τα πιο δημοφιλή συγκροτήματα της βραδιάς. Το ότι δε μου αρέσουν όμως ιδιαίτερα εμένα, δεν έχει παρά ελάχιστη σημασία, γιατί οι Dopethrone αντικειμενικά αποτέλεσαν το καλύτερο μάλλον live act του φεστιβάλ. Πολύ καλός ήχος, φοβερή σκηνική παρουσία, τρελό κέφι, ξεσηκωτική διάθεση που παρέσυρε τους πάντες μέσα στο Gagarin, πραγματικά και απλά, ένα φοβερό live. Δεν παρέλειψαν να τιμήσουν τους ήρωες τους ανεβάζοντας στη σκηνή για ένα κομμάτι τους frontman των Yob και Bongzilla, ενώ ένα τεράστιο respect ανήκει στον δικό τους frontman Vincent Houde, ο οποίος έπαιζε με μπανταρισμένο πόδι, αλλά αυτό δε τον εμπόδισε σε τίποτα να τα δώσει όλα στη σκηνή. Άξιο αναφοράς είναι ότι εγώ πρόσεξα το πόδι του αρκετή ώρα αφού είχαν ξεκινήσει! Ο τύπος είχε τόση ενέργεια που χαμπάρι δεν έπαιρνες το πρόβλημα του. Πραγματικά μπράβο τους για την εξαιρετική εμφάνιση.
Οι Bongzilla, το προτελευταίο συγκρότημα της βραδιάς, νομίζω πως ήρθαν από την Αμερική αποκλειστικά για το Smoke The Fuzz Fest, πράγμα άκρως τιμητικό αφού μιλάμε για μια επίσης ιστορική μπάντα του χώρου. Σε γενικές γραμμές η εμφάνιση τους κρίνεται αρκετά ικανοποιητική, αν και γενικά μοιάζανε περισσότερο να έχουν τη διάθεση να διασκεδάσουν παρά να παρουσιάσουν μια κατά τα άλλα επαγγελματική εμφάνιση. Η απόδοση τους ήταν καλή και ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε ο ήχος τους, ο οποίος πραγματικά ήταν τόσο βαρύς που μόνο με πάτημα ελέφαντα στο στήθος συγκρίνεται! Αν πάντως ήταν λίγο πιο συγκροτημένοι στη σκηνή και δεν το γλεντούσαν τόσο με… καπνίζοντα χορτάρια και αλκοόλ, με αποτέλεσμα να «ξεχειλώνουν» σε ένα βαθμό τα κομμάτια τους, τότε θα μιλάγαμε σίγουρα για μια μεγάλη εμφάνιση. Πάντως και μόνο η παρουσία τους στην Αθήνα είναι σίγουρα ένα πολύ σημαντικό γεγονός.
Τα αστεία όμως τελείωσαν όταν οι Yob εμφανίστηκαν στη σκηνή. Οι οποίοι καθαρά και ξάστερα απέδειξαν ότι πανάξια είχαν τη θέση των headliners στο φεστιβάλ. Το αμερικανικό τρίο πραγματοποίησε μία -χωρίς υπερβολή- καθηλωτική και ηγεμονική εμφάνιση. Και αυτό θα μπορούσε να το παραδεχτεί ακόμα και κάποιος που δεν έχει ακούσει νότα πριν από αυτούς. Οι Yob κατάφεραν με απόλυτη επιτυχία να συνδυάσουν άψογο παίξιμο, επαγγελματισμό αλλά και απίστευτο πάθος στην απόδοση τους, προκαλώντας μια τρομερή ατμόσφαιρα που ξύπναγε ακόμα και τους πιο κουρασμένους από το 8άωρο που είχε προηγηθεί. Πιστεύω πως άφησαν τους πάντες ικανοποιημένους, ενώ και οι ίδιοι φάνηκαν να απολαμβάνουν κάθε στιγμή στη σκηνή, κάνοντας μας να νιώθουμε ότι είναι ιδιαίτερη τιμή για αυτούς να παίζουν για το ελληνικό κοινό. Πραγματικά ένα από τα συγκλονιστικότερα live που έχω παρακολουθήσει ποτέ από μπάντα του ευρύτερου χώρου.
Κλείνοντας, πιστεύω ότι τελικά το πρώτο Smoke The Fuzz Fest ήταν ένα απόλυτα επιτυχημένο event (καλλιτεχνικά τουλάχιστον), ενώ περιμένουμε με γλυκιά προσμονή και τη συνέχεια του τον Οκτώβρη με το Howler Edition. Μακάρι να πάνε όλα καλά για την εταιρεία, γιατί πραγματικά μας έχει προσφέρει τα τελευταία χρόνια ένα σωρό σπουδαία live που έχουν στηριχθεί από τον κόσμο, προϋπόθεση απαραίτητη για να συνεχίζουμε να βλέπουμε ανάλογα event.
Ραντεβού τον Οκτώβρη λοιπόν!