Last Updated on 06:40 AM by Giorgos Tsekas
Κάθε Κυριακή απόγευμα κατά τις έξι ο Γκέρχαρντ και ο Μίκαελ, δυο Βερολινέζοι στην καταγωγή, μα πλέον κάτοικοι Στουτγάρδης, νέοι άντρες λίγο πριν τα τριάντα τους, εδώ και καμία ντουζίνα χρόνια πήγαιναν στην αμερικανική στρατιωτική βάση Patch Barracks και παίζανε μπάσκετ. Εκεί μπορούσαν να αναμετρηθούν με Αμερικανούς στρατιώτες, γυμνασμένα αθλητικά κορμιά, ντερέκια κανονικά σαν τα γαϊδούρια του Μιζούρι, που τους έκαναν με το καιρό και αυτούς καλύτερους παίκτες. Ήταν και οι δυο καλά ταλέντα από το γυμνάσιο, αλλά το επίπεδο των υπολοίπων παιδιών στην γειτονιά τους ή των συμμαθητών τους στο σχολείο ήταν κάτω του μετρίου. Εκμεταλλευόμενοι την δουλειά του πατέρα του Γκέρχαρντ, που όλοι πλέον φώναζαν χαϊδευτικά Τζέρι, στην αμερικάνικη πρεσβεία, απέκτησαν πρόσβαση μέσα στην στρατιωτική βάση, όπου είχαν την ευκαιρία να αναμετρηθούν σε πραγματικές μπασκετικές μάχες σώμα με σώμα. Μια μικρογραφία των αμερικανικών γειτονιών που έβλεπαν στις ταινίες, με τα αφιλόξενα γήπεδα με τις ψηλές μεταλλικές περιφράξεις, όπου ένα καλό σουτ ή ένα ψηλό κορμί δεν σου εξασφάλιζε θέση στο ματς, ούτε έκανε την φάτσα σου πιο ευχάριστη σε κανένα, πλην αυτών που σε ψείριζαν κάθε φορά που έχανες κάποιο στοίχημα.
Τα δυο παιδιά μετά τις σπουδές τους ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο όσων αφορά το επαγγελματικό προσανατολισμό τους. Ο Γκέρχαρντ σπούδασε μηχανικός και έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο μπαταριών και ο Μίκαελ παράτησε την φιλοσοφική και έγινε συγγραφέας. Παρέμειναν όμως στην μεγαλούπολη του γερμανικού Νότου. Εργένηδες και οι δυο συγκατοικούσαν από τα δεκαοκτώ τους και δεν άλλαζαν την ιεροτελεστία της Κυριακής που ξεκινούσε από το πρωί με ένα καλό πρωινό και καφέ, ακολουθούσε τρέξιμο στο πάρκο, το μεσημέρι διάβασμα εφημερίδας ή ενός βιβλίου συνοδείας ακρόασης βινυλίων. Αυστηρά μέχρι τις τρεις γιατί μετά ακολουθούσε συζήτηση-φιλοσοφική ανάλυση. Ενίοτε ο Γκέρχαρντ θα έβαζε μια ταινία στο λαπ-τοπ του, κατά προτίμηση παλιού Χόλιγουντ και θα χαλούσε τη στιγμή, αλλά όποια κι αν ήταν η επιλογή της μεσημεριανής ώρας, στις έξι ακριβώς θα βρισκόταν και οι δυο στην αμερικανική βάση για τα καθιερωμένα ματσάκια. Η ένταση, το πάθος για νίκη και η αθλητικότητα των συμμετεχόντων έδενε άψογα με το μετά-ψυχροπολεμικό σκηνικό. Ενώ το συνεχές τρας τόκινγκ γέμιζε την ατμόσφαιρα αδρεναλίνη νεύρα και τόνους εγωισμού, θιγομένου ή υπερχειλισμένου μικρή σημασία είχε, αφού το μπούλινγκ στον αθλητισμό δεν υφίσταται, όχι αν έχεις σκοπό μόλις τελειώσει το ματς να έχεις κερδίσει. Αυτά περί Ολυμπιακού ιδεώδους και ευγενούς άμιλλας άκουσε τα πριν πληροφορηθείς τον προϋπολογισμό της διοργάνωσης μεγάλων αθλητικών γεγονότων που καλούνται να πληρώσουν οι φορολογούμενοι, όπως και πριν μάθεις για την ντόπα που φουσκώνουν τους αθλητές-μηχανές και πες τα στην μούρη του Πι-Τζει από το Νιούαρκ του Νιού Τζέρσει που με το επιτόπιο σχεδόν ενός μέτρου ή σχεδόν τριών ποδιών, όπως θα έλεγε ο ίδιος, ετοιμάζεται να καρφώσει με τόμαχωκ στην μούρη σου. Εδώ να σου θυμίσω πως καλό είναι να κινείσαι συνέχεια χωρίς την μπάλα, να αξιοποιείς τους συμπαίκτες σου και να τους ταΐζεις συνεχώς, να έχεις όρεξη για άμυνα, να διψάς για σκουπίδια και να τα πανηγυρίζεις αυτά τα ριμπάουντ σαν καλάθια και να μην χάνεις στην άμυνα ποτέ την μπάλα από τα μάτια σου. Τον αντίπαλο μπορείς να τον χάσεις, χωρίς την μπάλα στα χέρια του δεν κινδυνεύεις. Τα μάτια σου εκεί καρφωμένα. Φυσικά το κυριότερο είναι να λατρεύεις τις επαφές. Όσο ιδρωμένος και αν είναι ο αντίπαλος. Το στριτμπολ μπορεί να σου μάθει δυο πράγματα κυρίως για τον εαυτό σου και τα όρια του όσων αφορά την ανταγωνιστικότητα σου ή και τις δυνατότητες σου. Περισσότερο σου ξεβρακώνει τα εγωιστικά ένστικτα και την επιθυμία για αίμα. Αν υπάρχουν τέτοια και δεν είσαι χαλαρός και απλά αγαπάς το παιχνίδι. Εκτός αν είσαι Έλληνας, όπως εγώ, και αγαπάς την νίκη και όχι το παιχνίδι, όπως είπε ο μεγάλος Σοβιετικός δάσκαλος Αλεξάντερ Γκομέλσκι το 1987, όταν χρειάστηκε δυο σαραντάλεπτα παιχνίδια για να καταλάβει την νοοτροπία σχεδόν δέκα εκατομμυρίων ψυχών.
Που στην παρέα μπήκα πολύ πρόσφατα, όταν η οικονομική κρίση με έφερε εργάτη στην Στουτγάρδη στο εργοστάσιο μπαταριών. Έχω ένα χρόνο στην Γερμανία και το εξαντλητικό ωράριο και οι υποχρεώσεις που τρέχουν με έχουν κάνει να μην έχω προσωπικό χρόνο. Η εγκυμοσύνη της Νάντιας ήταν το μόνο που μας έφερε χαρά σε μια ρουτίνα ανιαρή και μουντή. Η ρουτίνα φυσικά δεν αλλάζει ούτε από επιδημίες ούτε από λοκ-νταουν αν είσαι ένα απλό ασήμαντο και εύκολα αντικαταστάσιμο γρανάζι στην μηχανή παραγωγής πλούτου και ο covid-19 δείχνει να έχει επηρεάσει μόνο την πρόσβαση μας στην αμερικανική βάση.
Το τέλος της καραντίνας σήμαινε επιστροφή στο Patch Barracks.
Έτσι λοιπόν την περασμένη Κυριακή πήγαμε στο σπίτι των παιδιών παρέα με τον Ντέγιαν ένα Γιουγκοσλάβο συνάδελφο. Δεν λέω Σέρβο, γιατί ο ίδιος μας συστήθηκε σαν Γιούγκος. Θα αντικαταστούσε τον Μίκαελ που τα αμερικανάκια κορόιδευαν MJ, λόγω των αρχικών του ονοματεπωνύμου του, λόγω ενός διάστρεματος και η 100% ευρωπαϊκή μας ομάδα θα προσπαθούσε να κοιτάξει στα μάτια τις αντίστοιχες τριάδες των πεζοναυτών και των υπαλλήλων της βάσης. Εκείνη η ημέρα ήταν διαφορετική γιατί θα βλέπαμε παρέα τα δυο επεισόδια της προηγούμενης Κυριακής του The Last Dance. Φρενίτιδα για όλους της ηλικίας μου που νοστάλγησανε τα ανέμελα ‘90s και ενθουσιασμός στους νεότερους που βλέπανε το μεγαλείο του καλύτερου όλων των εποχών του δίκαια επονομαζόμενου G.O.A.T. . Μιλήσαμε για την ομάδα του Ντέγιαν την μεγάλη Γιουγκοπλάστικα, που αν και από το Σπλιτ, την λάτρευε γιατί του θύμιζε την χώρα του πριν τον εμφύλιο και την διάλυσή της, πιάσαμε τις εθνικές μας ομάδες, όπως και τις μυθικές ομάδες του ’80, το δίπολο Μάτζικ-Μπερντ, τους μυρωδιές που δήλωναν Bulls όπως στα 10’s δήλωναν όλοι Miami Heat, ενώ οι πιο ψαγμένοι και μπασκετικοί ήταν Detroit Pistons ή με την Βοστώνη. Πιάσαμε την συζήτηση για τον Lebron και τους Jordan Rules,… έμοιαζε να τα είχαμε πει όλα. Είχαμε δυο ώρες γεμάτες για συζήτηση δυο ώρες που τα λόγια έβγαιναν αβίαστα από το στόμα με τον θαυμασμό και την υπεροψία μιας και η ψευδαίσθηση ότι τα ζήσαμε εκ των έσω δημιουργούνταν από το τυχαίο γεγονός πως απλά τα είχαμε ζήσει να εξελίσσονται σε πραγματικό χρόνο, έστω και από την τηλεόραση και τα περιοδικά, κάθε ματς κάθε νίκη κάθε ενέργεια έμοιαζε να είχε γίνει από εμάς τους ίδιους και οι Γερμανοί συνομιλητές μας άφωνοι προσπαθούσαν να κλέψουν από τις περιγραφές μας λες και ήταν προσωπικές αναμνήσεις μας. Ή μήπως αυτό είναι που κάνει τους πραγματικά σπουδαίους larger than life όταν τα επιτεύγματα τους ή η ζωή τους γίνεται προσωπική εμπειρία του καθενός; Ευτυχώς την παρτίδα, δηλαδή τη συζήτηση έσωσε ο Μίκαελ που γκρίνιαξε
-“Περισσότερο με τσακίζει που το μπάσκετ δεν έχει την αίγλη του μπέιζμπολ. Και μας εξήγησε:
–“Είναι δύσκολο να διαβάσεις ένα αμερικανικό κλασικό χωρίς να βρεις κάποια αναφορά στο μπέιζμπολ, ενώ όλοι κάνουν πως ξέρουν τον Μπέιμπι Ρουθ και όλοι πως έχουν ακούσει πόσα τέλεια χτυπήματα έχει ο Ντι Μάτζιο. Η πιο διάσημη αναφορά είναι στον Υπέροχο Γκάτσμπυ στα 1925, το μεγάλο μυθιστόρημα του Αμερικάνικου Ονείρου. Εκεί φαίνεται αναπόφευκτο ότι οι συλλογισμοί του Νικ Κάραγουει σχετικά με την αθωότητα και την απογοήτευση πρέπει να περιλαμβάνουν το μπέιζμπολ. Ανάλογη αναφορά στο μπάσκετ μας παραπέμπει στο Space Jam και κάθε σύγκριση γίνεται κουρέλι.“
-“Και στο γεράκι της Μάλτας”, πρόσθεσε ο Ντέγιαν. Έχω διαβάσει μέχρι και άρθρο που ψάχνανε να βρουν σε ποια πραγματική είδηση αναφέρονταν το πρωτοσέλιδο που φαίνεται σε μια εφημερίδα σε μια σκηνή στην ταινία με τον Μπόγκαρντ.
-“Και στο Ragtime“, μας θύμισε ο Γκέρχαρντ
-“Aλλά και τα ποιήματα των Μαριάν Μουρ και ο Ρόμπερτ Πίνσκι, μεταξύ πολλών άλλων”, πήρε τον λόγο ο Μίκαελ ,“μιλάμε έχουν γράψει ποίηση για το μπέιζμπολ, το αθλιότερο σπορ μετά το κρίκετ”, αναφώνησε μετά, και ενώ όλοι συμφωνήσαμε πως ακόμα και το ντόντζμπολ έχει πιο ενδιαφέρον από το μπέιζμπολ, θυμηθήκαμε πως και ο μεγάλος AIR ασχολήθηκε με αυτό …
-“Aυτό ήταν αυτογκόλ, μην σου πω αυτοκαλάθι για να μην πω προδοσία”, είπε ο Ντέγιαν που έκανε την κομβική ερώτηση για το ποια σκηνή και από ποιο επεισόδιο του The Last Dance μας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση. Εκεί πήρε το λόγο ο συγγραφέας της παρέας…Φυσικά μας άφησε να πούμε πρώτα την γνώμη μας και μετά μας είπε:
-“H μεγάλη ή πιο καλλιτεχνική στιγμή δεν ξέρω ποια είναι. Ξέρω ομως ποια ήταν η πιο αμερικάνικη. Συγκινητικές στιγμές ή σημεία που σε κάνανε να δεις μια άλλη πτυχή του ειδώλου σου ήταν αναμενόμενο να δεις. Δεν περιμένεις να δεις ένα νοσταλγικό ντοκιμαντέρ, έστω και αθλητικό, και να απουσιάζουν συγκινησιακά φορτισμένα πλάνα. Δεν μπορείς να έχεις στο χέρι σου μια τορτίγια γεμάτη λαχταριστό μοσχάρι τιγκαρισμένο στο καυτό τσίλι, το πιπέρι και τις κόκκινες πιπεριές και να περιμένεις να έχει η γλώσσα σου την ίδια γεύση, την γλύκα και την δροσιά που έχει από παγωτό μπανάνα. Κάποια πράγματα τα περιμένεις δεν γίνεται να εκπλήσσεσαι με το παραμικρό. Αυτό που αγάπησα στο The Last Dance είναι η σκηνή όπου ο Τζόρνταν κρατώντας ένα ρόπαλο του γαμημένου του μπέιζμπολ και ένα πούρο στο στόμα μιλάει στα αποδυτήρια σε έναν συμπαίκτη του για την ήττα από τους Charlotte Hornets και πως ο πρώην συμπαίκτης του Μπι Τζέι Άρμστρονγκ, και νυν αντίπαλος, άνοιξε το στόμα του παραπάνω από όσο έπρεπε. Όχι γιατί δείχνει τον Τζόρνταν να ψάχνει τεχνητό κίνητρο για να κερδίσει. Αυτό το έκανε πάντα, αυτό κάνουν όλοι οι πραγματικά μεγάλοι. Καθετί το μετατρέπουν σε κίνητρο, όλα γίνονται αβαντάζ τους. Εδώ με ιντριγκάρει ο τρόπος που μιλάει που είναι 100% αμερικάνικος, όπως και το τι λέει. Το ύφος του είναι βγαλμένο από ταινία του Ταραντίνο. Αλλά σας είπα και στα λόγια του αν θέλουμε να εστιάσουμε και αυτά είναι προσεγμένα και τόσο αμερικάνικα όσο θα έλεγα οι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης ή τα βράχια του Monument Valley, αλλά θα προτιμήσω να πω τα μπαστούνια του μπέιζμπολ. Ας το παραδεχθούμε πως το μπέιζμπολ υπήρχε σε μεγάλο βαθμό στη σφαίρα του λαϊκού των Γιάνκηδων κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, αλλά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εξελίχθηκε στο πλέον αναγνωρίσιμο της αμερικανικής ποπ κουλτούρας. Νομιζω πως πέρα από το Χόλιγουντ αυτή τη στιγμή μόνο το μπάσκετ ή το ραπ μπορούν να καυχιούνται πως έχουν μεγαλύτερη απήχηση παγκοσμίως”.
-“Θα έλεγα ο στυγνός απάνθρωπος καπιταλισμός ή αν όλο αυτό ήταν πρόσωπο θα ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ”, βρήκα την ευκαιρία να πω διακόπτοντας τον συνομιλητή μου.
-“Η αποθέωση του ατόμου και η ευλαβική προσήλωση στην προσωπική επιτυχία χωρίς ίχνος ενδοιασμού ή ηθικού φραγμού διατύπωσε πιο εύστοχα”, ίσως και να συμπλήρωσε συμπλήρωσε ο Τζέρι, μα ο Μίκαελ μας διόρθωσε πως το θέμα ήταν άλλο και πως το μπέιζμπολ εξακολουθούσε να κρατεί τα πρωτεία του πιο χαρακτηριστικής αμερικανιάς μιας και όλα τα υπόλοιπα εξαγώγιμα του τρόπου ζωής τους ήταν πλέον και δικά μας χαρακτηριστικά και ας προσποιούμαστε κάποιας μορφής ιδιάζουσας Ευρωπαϊκής ιδιαιτερότητας και κουλτουριάρικης ιδιοσυγκρασίας. Στα ίδια σκατά κολυμπούσαμε. Είχαμε τους δικούς μας Τραμπ τους δικούς μας κλόουν και τον ίδιο απαίσιο αμοραλισμό στην ζωή μας. Το μπέιζμπολ μοιάζει τόσο αθώο, όσο και άθλιο τελικά, συμφωνήσαμε και οι τέσσερις και ξεκινήσαμε για το Patch Barracks.
Εκεί εξαντλήσαμε κάθε πιθανό τρόπο ήττας ενός ματς στους εικοσιένα πόντους και στο τελευταίο ματς ξεπεράσαμε το σοκ των σερί ηττών αλλά και τους εαυτούς μας νικώντας με ποσοστά ευστοχίας 100% την καλύτερη ομάδα του απογεύματος που είχε μόνο νίκες έως εκείνη τη στιγμή. Ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την άλλη Κυριακή που θα βλέπαμε και τα δυο θέλετε θυσία επεισόδια του The Last Dance. Την Παρασκευή το βράδυ η είδηση για ένα τροχαίο στο περιφερειακό έξω από την πόλη πέρασε στα ψιλά μιας και όλοι ασχολούνταν στα δελτία με την είδηση πως η κανονικότητα επέστρεψε μαζί με τη Μπουντεσλίγκα και πως η Αγία Μέρκελ έσωσε πάλι τους αριθμούς, την οικονομία, τους Γερμανούς και την Ευρωπαϊκή Ένωση, με αυτή τη σειρά και αυτή την ιεράρχηση εξ’ αρχής.
Την άλλη μέρα το πρωί μάθαμε πως ο νεκρός άντρας του τροχαίου ήταν ο Μίκαελ, ο δικός μας MJ. Την Κυριακή θα γίνονταν η κηδεία του. Την Κυριακή που είχαμε κανονίσει να δούμε το τέλος του The Last Dance όλοι μαζί… Περιττό να σας πω πως ακόμα δεν μπορώ να το διαχειριστώ και πως είναι αναμενόμενο να δεις δάκρυα στα μάτια μου, όπως δεν μπορείς να έχεις στο χέρι σου μια τορτίγια γεμάτη λαχταριστό μοσχάρι τιγκαρισμένο στο καυτό τσίλι, το πιπέρι και τις κόκκινες πιπεριές και να περιμένεις να έχει η γλώσσα σου την ίδια γεύση, την γλύκα και την δροσιά που έχει από παγωτό μπανάνα.