Η στήλη ήρθε στο φως κάτω από την επήρεια των ακόλουθων τραγουδιών:
MACHINE HEAD – “Now we die”
ASHBURY – “Medicine men”
SUICIDE COMMANDO – “God is in the rain”
TWO STEPS FROM HELL – “Skyworld”
EMILIANA TORRINI – “White rabbit”
ΔημήτρηςΚουφοντίνας – “Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη”
(Εκδόσεις Λιβάνης) – Σελίδες: 478
“Θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω;”, με ρώτησε η ευγενική υπάλληλος περιφερειακού πολυκαταστήματος που διατηρεί ένα διόλου ευκαταφρόνητο χώρο ως βιβλιοποπωλείο. “Όχι, ευχαριστώ”, απάντησα, ψάχνοντας στον τομέα της πολιτικής. “Μάλλον χρειάζομαι βοήθεια”, της λέω μετά από κανένα 20λεπτο άσκοπης αναζήτησης. “Ευχαρίστως, τι ψάχνετε;”. “To βιβλίο “Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη” του Δημήτρη Κουφοντίνα, κάπου εδώ στα πολιτικά δεν θα έπρεπε να βρίσκεται;”. “To έχουμε, αλλά όχι εδώ”, απάντησε. “Α, ωραία, σε ποιο section είναι;”. “Mμμ…δεν το έχουμε έξω….θα σας το φέρω εγώ…”, είπε και ευθύς αμέσως, σχεδόν συνωμοτικά, ψιθύρισε κάτι στο αυτί μάλλον του υπεύθυνου του τμήματος. Εκείνος με κοίταξε λες και κουβαλούσα την απόλυσή του, όμως εν τέλει κάπου πήγε και σε λίγα λεπτά επέστρεψε με το βιβλίο ανά χείρας. Μου το έδωσε ανάποδα, με το εξώφυλλο προς τα κάτω. Το κοίταξα καλά-καλά. Προς στιγμήν αναρωτήθηκα μήπως ο Κουφοντίνας εκτός από τις σκέψεις του τοποθέτησε μέσα και τίποτα κομμάτια από αποσυναρμολογημένα όπλα, έτσι που συμπεριφέρονταν στο βιβλίο οι υπάλληλοι. Στο ταμείο τα ίδια, το άφησα με το εξώφυλλο στη σωστή μεριά, αλλά η ταμίας το γύρισε ανάποδα αφού πρώτα κοίταξε τριγύρω της. Τουλάχιστον με άφησαν να βγω από την κανονική έξοδο και δεν κρατήθηκαν τα στοιχεία μου….
Γενικά το συγκεκριμένο βιβλίο από τη πρώτη του εμφάνιση ξεσήκωσε έντονη συζήτηση, προβληματισμό, ίσως και αμηχανία. Όπως ήταν φυσιολογικό, η κάστα των δημοσιογράφων των καθεστωτικών Μέσων, των έμμισθων καθαρμάτων, δηλαδή, που υπερασπίζονται μετά λύσσας τα συμφέροντα των αφεντικών τους, το αντιμετώπισε όπως ο διάολος το λιβάνι. “Πως είναι δυνατό να επιτρέπεται η έκδοση βιβλίου από ένα τρομοκράτη που έχει αφαιρέσει ανθρώπινες ζωές”, αναρωτήθηκε ο Πρετεντέρης και οι συν αυτώ. Ένα άλλο βιβλιοπωλείο δείχνοντας την αντίδρασή του για την εν λόγω κυκλοφορία άφησε κενή θέση στη βιτρίνα του για τα πιθανά βιβλία που ίσως έγραφαν οι άνθρωποι που δολοφονήθηκαν από την 17 Νοέμβρη και δεν πρόλαβαν.Υποθέτω ότι κατά τα λοιπά δεν έχει κανένα πρόβλημα να φιλοξενήσει τις σκέψεις του Χίτλερ, του Παττακού, του Ντερτιλή, του Παπαδόγκωνα, του Φράνκο, του Σαρόν και πάει λέγοντας….Τους πήρε ο πόνος για τα πολύτιμα φιλοσοφικά στολίδια που πιθανόν να έγραφαν κάποιοι βασανιστές της χούντας, μεγαλοεπιχειρηματίες συνεργάτες της επταετίας, στρατιωτικοί ακόλουθοι, συνεργάτες της CIA και γενικά όλος ο καλός ο κόσμος που στοχοποιήθηκε και εν τέλει εκτελέστηκε από την οργάνωση.
Ο θυμόσοφος λαός μας έχει εφεύρει παροιμίες και ρητά που περιγράφουν με τον γλαφυρότερο των τρόπων κάθε κοινωνική δραστηριότητα. Υπάρχει μία που ταιριάζει επακριβώς στην περίσταση: “Όσοι είναι απ’έξω απ’το χορό, πολλά τραγούδια λένε”. Ο Δημήτρης Κουφοντίνας όμως έσυρε το χορό της λαϊκής αντιβίας, άρα αν κάποιος όφειλε να σπάσει τη σιωπή του και να μιλήσει, τότε εκείνος είναι ο πλέον αρμόδιος. Και αν το 2002, τον καιρό των συλλήψεων και της πλήρους αποδόμησης της άλλοτε κραταιάς 17Ν, τότε που οι σύντροφοί του κατέρρεαν σαν λιγόψυχα ανθρωπάκια αλληλοκατηγορώντας και καρφώνοντας ο ένας τον άλλο, μίλησε και ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για όλες τις ενέργειες της 17Ν, σήμερα παραδίδει ολοκληρωμένο ένα μανιφέστο ιδεολογικής αντιπαράθεσης απέναντι σε ολάκερο το σύστημα που ενόπλως πολέμησε.
Πριν εισχωρήσουμε στα ενδότερα, ας συμφωνήσουμε σε κάτι που όλοι μας οφείλουμε να παραδεχτούμε, είτε τελούμε φίλα προσκείμενοι σε επαναστατικές οργανώσεις ανάλογες της 17Ν, είτε είμαστε ολότελα αντίθετοι στις επιλογές και την πρακτική τους: Όσο υπάρχουν κοινωνικές τάξεις, καταπιεστές και καταπιεζόμενοι, τόσο θα υπάρχουν πόλεμοι και επαναστάσεις. Οι αδικημένοι πάντοτε θα επαναστατούν και οι αδικούντες ανέκαθεν θα θωρακίζουν την μακροημέρευση της ύπαρξής τους με κάθε λογής νομολογίες, με κάθε λογής στρατούς. Οι καταπιεζόμενοι δεδομένων των συγκυριών, των συνθηκών, του ιδεολογικού τους υπόβαθρου, της ταξικής τους συνείδησης, της επαναστατικής τους τόλμης είναι αναπόφευκτο να κινηθούν εκτός των υφιστάμενων νομικών πλαισίων. Αντιστοίχως, οι καταπιεστές και ολάκερη η εξαρτώμενη από τα πλούτη τους συστημική πυραμίδα που ορθώνεται γύρω τους, είναι πολύ λογικό να προσδίδει στους εξεγερμένους χαρακτηρισμούς όπως “τρομοκράτες”, “παραβάτες του κοινού ποινικού δικαίου”, “κλέφτες”, “εγκληματίες”, κλπ. Κατόπιν, ουσιαστικός ρόλος τους είναι να αποδείξουν στην υπόλοιπη κοινωνία ότι η διασάλευση της υποτιθέμενης “ταξικής ειρήνης και εθνικής ενότητας”, όχι μόνο δεν ωφελεί, αντιθέτως επιδεινώνει τη θέση των υποδεέστερων κοινωνικών στρωμάτων. Οφείλουν να υποστηρίξουν μετά βδελυγμίας και με κάθε διαθέσιμο μέσο την καπιταλιστική πλάνη περί της αρμονικής συμβίωσης όλων των τάξεων, τη σύνθλιψη κάθε ανθρώπινου δικαιώματος για κάποια μελλοντική ευτυχία που ποτέ δεν θα’ρθει. Οι καταπιεζόμενοι, όπου γης, έχουν το δίκιο με το μέρος τους και στην προσπάθειά τους να αλλάξουν τους συσχετισμούς της αδικίας και της εκμετάλλευσης, οργανώνουν τον δικό τους αγώνα άλλοτε με πολιτικά μέσα, άλλοτε με στρατιωτικά μέσα, άλλοτε με συνδυασμό και των δύο. H 17N επέλεξε την αντιπαράθεση με το σύστημα αποκλειστικά και μόνο μέσω της εμπόλεμης οδού. Δεν έριξε καμία γέφυρα προς τη κοινωνία, αποτέλεσε μια κλειστή ομάδα η οποία παρότι απέκτησε έρεισμα σε ένα σημαντικό ποσοστό συνανθρώπων μας (που ακόμα και σήμερα αναπολούν την ύπαρξή της), ουδέποτε επιδίωξε την περαιτέρω διεύρυνση. Λειτούργησε ως αυτόκλητος τιμωρός εξ ονόματος του μαζικού κινήματος απ’όπου όμως φρόντισαν να κόψουν μια και καλή κάθε ομφάλιο λώρο επικοινωνίας.
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας προερχόμενος από το μαζικό κίνημα, με πολυποίκιλη δράση πριν πορευθεί στα μονοπάτια των επαναστατικών οργανώσεων, δείχνει πια να το γνωρίζει αυτό πάρα πολύ καλά. Το γνώριζε εξ’αρχής όπως ομολογεί, όμως τώρα ήρθε η ώρα του γραπτού απολογισμού και η αυτοκριτική του μα και η κριτική της τακτικής που ακολουθήθηκε είναι εκπληκτική. Ο πυρήνας της κριτικής που ασκεί δεν έχει ουδεμία σχέση με τη μεταμέλεια, ο Κουφοντίνας δεν έχει κάνει πίσω ούτε βήμα από όσα υπερασπιζόταν τότε, τουναντίον περιγράφει τι θα έπρεπε να είχε συμβεί για να είχαν τα πράγματα διαφορετική εξέλιξη. Στιγματίζει τη διαφωνία του στις αποχωρήσεις ολόκληρων ομάδων ή ατόμων μόνο και μόνο γιατί εξέφραζαν διαφορετικές απόψεις ως προς τη πορεία που θα έπρεπε να ακολουθηθεί, μνημονεύει ξανά και ξανά το πόσο διαφορετικά θα ατένιζαν το μέλλον αν σε εκείνο στο ραντεβού όλων των εκπροσώπων των επαναστατικών οργανώσεων στην Καισαριανή (στα Κουπόνια όπως αναφέρει) έβρισκαν τη χρυσή τομή και συμφωνούσαν για κοινή συμπόρευση. Στηλιτεύει την μανία της οργάνωσης για μονόπλευρη δράση, με αποτέλεσμα να υπερισχύσει το δόγμα “καλύτερα λιγότεροι και καλύτεροι”. Αυτό το δόγμα όμως για την μονόπλευρη δράση έφερε στους κόλπους της οργάνωσης μέλη απλά ικανά για να φέρουν εις πέρας τη δράση δίχως ανώτερη ιδεολογική κατάρτιση. Με δικά του λόγια: “Μίλησα αναλυτικά στις προηγούμενες σελίδες για το διπλό πρωταρχικό λάθος της οργάνωσης: Τη μονόπλευρη δράση, τη μονόπλευρη εσωτερική ανάπτυξη. Πίσω όμως από αυτό το πρωταρχικό λάθος που οδήγησε στο 1992 και το 2002, βρίσκεται στην πραγματικότητα ο τρόπος που αντιλήφθηκε το κίνημά μας την επανάσταση. Παρότι δεν παύαμε να διακηρύσσουμε την επανάσταση ως πολύμορφη διαδικασία, ωστόσο στην πρακτική και τη σκέψη μας δεν παύαμε να τη θεωρούμε ένοπλη αναμέτρηση. Γι’αυτό ρίξαμε το βάρος στην οικοδόμηση ενός αποτελεσματικού, ομοιογενούς ένοπλου μηχανισμού, με αυτοδύναμη και αυτόνομη παράνομη υποδομή. Γι’αυτό δεν εισδύσαμε στο μαζικό κίνημα, γι’αυτό δεν προωθήσαμε την πολιτική εκείνη οργάνωση που θα κεφαλοποιούσε η “δημιουργία συνείδησης μέσα από τη δράση” που είχε συντελεστεί, όπως καταγραφόταν διαχρονικά ακόμα και μέσα από τις δημοσκοπήσεις.
Ο αναγνώστης θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα άρτιο, μεστό και εξαίρετα δομημένο γραπτό λόγο, γεμάτο παραπομπές (από ποίηση, στίχους δημοτικών τραγουδιών, αναφορές σε θεωρητικούς της επανάστασης, κυρίως του Λένιν), αφηγήσεις, αναπολήσεις, μα κυρίως δράση. Είναι ολοφάνερο ότι ο Κουφοντίνας έχει διαβάσει πολύ και ετερόκλητα μεταξύ τους πράγματα, η πνευματική του κουλτούρα δεν εξαντλείται στους θεωρητικούς της επανάστασης, αυτό έχει γίνει ήδη αντιληπτό από όσους έχουν συναντήσει τις γραπτές του παρεμβάσεις που κατά καιρούς δημοσιεύουν εφημερίδες ή τις μεταφράσεις του σε διάφορα βιβλία. Παρά τον μεγάλο όγκο σελίδων του “Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη”, ο αναγνώστης είναι καταδικασμένος να “ρουφήξει” το περιεχόμενο μονομιάς. Οι αποτυπωμένες σκέψεις ενός κατεξοχήν λαϊκού ανθρώπου εμπεριέχουν ολόκληρο το ένοπλο επαναστατικό κίνημα της χώρας μας, θρύβουν επεξηγήσεων για το πως και το γιατί δημιουργήθηκαν οι συνθήκες ανάπτυξης ενός τέτοιου αγώνα, την πορεία, τις αφάνταστες δυσκολίες, μα πάνω απ’όλα την τόλμη και την αποφασιστικότητα των όσων συμμετείχαν, την βεβαιότητα ότι ήσαν με το ιστορικό δίκιο, με τη πλευρά του λαού ενάντια στους δυνάστες του.
Ο νεαρός Δημήτρης Κουφοντίνας σε εφηβική ηλικία έζησε από κοντά το Πολυτεχνείο, έζησε μέσα στην εξεγερτική διάθεση της εποχής, είδε με τα νεανικά του μάτια την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, όμως η υποτιθέμενη δημοκρατία που αντικατέστησε το στρατιωτικό καθεστώς έφερε μαζί της την ίδια κτηνώδη καταστολή, τις ίδιες αυταπάτες και παρόμοια αδιέξοδα. Συμμετείχε σε πλήθος εργατικών συγκεντρώσεων, απεργιών, ομιλιών, καταλήψεων, συγκρούσεων, έλαβε μέρος σε φοιτητικούς αγώνες, εντός και εκτός πανεπιστημίων, πορεύθηκε με το μαζικό λαϊκό ακηδεμόνευτο κίνημα, έως ότου δοκίμασε την ένταξη στην νεολαία του πολλά υποσχόμενου τότε ΠΑΣΟΚ, για να κατανοήσει γρήγορα ότι άλλα ήταν τα δικά του όνειρα και δεν τέμνονταν πουθενά με τους εν Ελλάδι σοσιαλ(η)στές που ευαγγελίζονταν την αλλαγή και τη δημοκρατία, αλλά εννοούσαν την κομματική γραφειοκρατεία, τον προσωπικό πλουτισμό και την ισοπέδωση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Απογοητευμένος από την στάση τόσο της κοινοβουλευτικής όσο και της άκρα αριστεράς για την από κοινού επιλογή της ειρηνικής συμπόρευσης με τους καπιταλιστές, περιπλανιέται όπου στήνεται οδόφραγμα, όπου χτυπάει ο λαϊκός εξεγερτικός παλμός, ώσπου μαγεύεται από τα “λιπάσματα”, το θεωρητικό κείμενο του ΕΛΑ που περνούσε από χέρι σε χέρι αγωνιστών. Η πορεία του πια ήταν προδιαγεγραμμένη, ο ανήσυχος νεαρός που δεν μπορεί να χωνέψει πως εξαφανίστηκε η αντίσταση του Νοέμβρη του ’73, πως εξανεμίστηκε η ελπίδα, εντοπίζει ιδεολογικές ομοιότητες με τις ομάδες-πυρήνες που συναποτελούν τον ΕΛΑ και δεν αργεί να ενταχθεί και να παλέψει πια από ένα διαφορετικό μετερίζι. Η αυτοδιάλυση του ΕΛΑ φέρνει καινούρια δεδομένα με κάποιους πυρήνες να συνεχίζουν υπό καινούρια μορφή, από εκεί ξεπήδησε και η 17Ν, από ένα χαρτονένιο κιβώτιο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, που φυλάσσονταν τα λιγοστά υπάρχοντά της. Τα πρώρα δείγματα γραφής της οργάνωσης και οι συνοδευτικές προκηρύξεις ταιριάζουν απόλυτα όχι μόνο με τον νεαρό Κουφοντίνα που τότε παρακολουθούσε τη δράση της 17Ν ως θεατής, μα και για το σύνολο των δεινοπαθούντων από τη χούντα Ελλήνων. Η εκτέλεση ενός αρχιβασανιστή των ΕΑΤ-ΕΣΑ δείχνει ότι κάποιοι δεν ξεχνούν και δεν μένουν στα ανέξοδα συνθήματα “δώστε τη χούντα στο λαό”, που δονούσαν κάθε συγκέντρωση, αποφάσισαν να πάρουν οι ίδιοι τη χούντα στα χέρια τους και να δείξουν στην πράξη ότι χέρι που βασάνισε αγωνιστή πρέπει να κόβεται. Το δίλημμα μεγάλο όπως περιγράφει ο ίδιος, η πλήρης ένταξη σε μια τέτοια οργάνωση εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους, προϋποθέτει την αλλαγή ολόκληρης της ζωής του συμμετέχοντος. “Αξίζει;”, αναρωτήθηκε, κάτι που θα αναρωτηθεί ξανά μετέπειτα, το 1992, όταν εμφανίστηκαν διαφορετικές γνώμες για την μελλοντική πορεία. Τις ενστάσεις του νίκησε το πάθος για ένα καλύτερο κόσμο, πιο δίκαιο, για τον Κουφοντίνα ο αγώνας όχι μόνο δεν είχε τελειώσει, αλλά μόλις τότε ξεκινούσε πιο έντονος από ποτέ. Αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην οργάνωση υφαίνοντας το επαναστατικό νήμα από κοινού με τους συντρόφους του για πάρα πολλά χρόνια, έως ότου ένα τυχαίο γεγονός όπως ήταν το απρόβλεπτο σκάσιμο της βόμβας στα χέρια του Σάββα Ξηρού το 2002 να ανατρέψει όλα τα δεδομένα και να σημάνει το τέλος της. “Και τι μ’αυτο;”, βροντοφωνάζει ο Κουφοντίνας, “και αν απέτυχε η οργάνωση, ζήτω το επαναστατικό κίνημα”….”αυτά μπορέσαμε, αυτά κάναμε”. Δεν υμνεί, ούτε δοξολογεί, δεν διεκδικεί δάφνες υπερεπαναστάτη, απλά παραθέτει δημόσια τα εσώψυχά του αναφέροντας μόνο όσα θέλει να πει και μόνο για νεκρούς ή συλληφθέντες συντρόφους του (επιμένει πολύ στο ζήτημα του πρωτοπόρου, θαρραλέου εργάτη και επαναστάτη Χρήστου Κασσίμη, η δολοφονία του οποίου άλλαξε τα δεδομένα της εποχής στο ένοπλο κίνημα). Αποδομεί με επιχειρήματα όλα τα ψέμματα της άρχουσας τάξης για την οργάνωση, για τους δήθεν ξένους εκπαιδευμένους και πληρωμένους εκτελεστές, για τις διασυνδέσεις με ξένες υπηρεσίες, για τα τρομερά μέσα που διέθεταν (όπως π.χ. εκείνο το μηχανάκι που ήταν τόσο χρέπι που συχνά έχαναν επαφή με όποιον επιχειρούσαν να παρακολουθήσουν), για τις δήθεν πληροφορίες της αστυνομίας, για την δήθεν ενέδρα της Λουίζης Ριανκούρ, για τις συμπλοκές και τη δήθεν υπεροπλία των “τρομοκρατών” απέναντι στις αστυνομικές δυνάμεις (οι τόσο πολλοί”τρομοκράτες” χώρεσαν σε ένα ταξί και παρά τον πανικό τους έδωσαν και τις εισπράξεις στον ταξιτζή πριν δανειστούν το όχημά του). Απευθύνεται σε όσους θέλουν να διαβάσουν πως έγιναν τα πραγματικά γεγονότα, σε παλιούς του συντρόφους, σε κατήγορούς του, στο ίδιο του το παιδί, τον Έκτορα (έχει επιμεληθεί το εικαστικό στο εξώφυλλο, μια ζωγραφιά από το Πολυτεχνείο και μια φωτογραφία από αντάρτικο χορό, με σύνδεση μεταξύ τους την πολυπόθητη και κατασυκοφαντημένη “Λαϊκή εξουσία”) που σε τούτες τις σελίδες θα μάθει όσα ίσως δεν πρόλαβε να ακούσει από τον πατέρα του στα λίγα λεπτά του επισκεπτηρίου της φυλακής. Θλίβεται για όσους συλληφθέντες συνεργάστηκαν με τον ταξικό εχθρό, για όσους δεν είχαν το σθένος να υπερασπιστούν τις αξίες για τις οποίες χρόνια πολεμούσαν, που έβαλαν το “εγώ” πάνω από το εμείς προσδοκώντας ελεημοσύνη, εξευτελίζοντας με τη στάση τους ό,τι ιδεολογικό είχαν χτίσει.
Θα σταθώ σε τρία μόνο σημεία.
Πρώτον, από όλη τη ακατάπαυστη ενναλαγή δράσης και θεωρίας, ξεχωρίζω τη σελίδα υπ’αριθμόν 459, και τη μοιράζομαι μαζί σας αυτούσια, καθώς είναι τόσο διαφορετική, μοναδική και ανθρώπινη που δεν θα’θελα να τη περιγράψω με δικές μου λέξεις. Διαδραματίζεται σε μια απόμερη παραλία στο Αγκίστρι λίγο πριν ο Κουφοντίνας πάρει την απόφαση της παράδοσης. “Το σούρουπο με βρήκε σε μια ήσυχη παραλία. Καθισμένος σε ένα βραχάκι νότιο, είχα τα ακουστικά από το ραδιοφωνάκι στα αυτιά, είχα απαυδήσει από αυτά που άκουγα, το είχα γυρίσει στον 902. Ριζίτικα. Η στιβαρή φωνή του Ξυλούρη με πήγαινε στα βουνά της Κρήτης, ταξίδευα πιο νότια, πάνω από τη θάλασσα. Χάνονταν τα τελευταία χρώματα στη δύση, χανόμουν και εγώ στη σκέψη, η κούραση άφηνε λίγο χώρο στη θλίψη, στη νοσταλγία αυτών που χάνονταν, εκείνων που χάθηκαν, νότιζαν οι εικόνες γύρω, έβγαλα τη μικρή παραλλαγή-γυαλιά,καπέλο-, έκλεισα τα μάτια. Ξάφνου, συναγερμός! Εκείνη η σωτήρια αίσθηση του παράνομου ότι τον παρακολουθούν. Άνοιξα, πολύ αργά, τα μάτια. Στα ριζά του βράχου, δίπλα στο θάμνο όπου είχα κρύψει τον υπνόσακο, με κοίταζε μία γυναίκα. Πρώτα ανατρίχιασα. Σαν σε αντίδραση του νου, μου ήρθε η εικόνα -ήταν καλοκαίρι του 1985, την πρώτη χρονιά που είχα βγει στην παρανομία-, σούρουπο πάλι στην Κρήτη, ύστερα από μια πορεία στα βράχια Σούγια – Παλαιόχωρα και ξανά πίσω, που είδα μια μαυροφορεμένη, σαν από εικόνα του Μπέργκμαν στην Έβδομη Σφραγίδα, να κάθεται σε ένα πλάτωμα. Και ύστερα, σαν πλησίασα τίποτα. Ούτε μαυροφορεμένη, ούτε πλάτωμα, παιχνίδισμα του νου από τη σωματική εξάντληση. Όμως, αυτή η γυναίκα ήταν υπαρκτή, εντελώς υλική, και με κοιτούσε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το βλέμμα. Δίχως την παραλλαγή, με είχε γνωρίσει. Τώρα με κοιτούσε σταθερά στα μάτια. Τι δεν είδα σε εκείνα τα μάτια; Μια λύπη, μια στεναχώρια. Μαζί, μια λάμψη συμπάθειας. Ύστερα ένα αδιόρατο νεύμα:”Δύναμη, κουράγιο”, κάτι τέτοιο. Με γλυκύτητα. Ύστερα έφυγε. Κατέβηκα, στάθηκα εκεί που στεκόταν. Είχε πλησιάσει πολύ, σίγουρα είχε δει μέσα στο θάμνο τον υπνόσακο. Έφυγα. Ένιωθα, όμως, σαν να την πρόδινα, σαν να πρόδινα μια σιωπηλή συμφωνία εμπιστοσύνης. Ένα σιωπηλό δεσμό συνενοχής. Αν διαβάζει αυτές τις γραμμές, ας δεχτεί αυτή τη μικρή απολογία. Δεν ήταν η φυγή μου έλλειψη πίστης, ήταν η τήρηση των κανόνων μιας παρανομίας που ακροβατούσε, που αναζητούσε να επαναπροσδιοριστεί. Σε τέτοιες όμως στιγμές, εκείνο το μεγάλο βάρος ενός τέτοιου βλέμματος μπορεί να είναι καθοριστικό. Ευχαριστώ γι’αυτό!….Σε όλα τα χρόνια της παρανομίας μου είχα ξαναδεί αρκετές φορές αυτό το λαϊκό βλέμμα της συμπάθειας, της στήριξης, της αλληλεγγύης. Ερχόταν τις στιγμές που έπεφταν κάπου τα τείχη της στεγανότητας της οργάνωσης και αποκαλυπτόμασταν με τη πραγματική μας ιδιότητα. Του αντάρτη, όχι πάντα του μέλους της οργάνωσης. Τότε, αντικρίζαμε εκείνο το βλέμμα της αποδοχής, της συμπάθειας, που ήταν μια στιγμή ανακούφισης, ελπίδας. Αλλά και πελώρια αίσθηση ευθύνης. Οφείλαμε να ανταποκριθούμε στη λαϊκή πίστη και εμπιστοσύνη.”
Δεύτερον, σε ουκ ολίγα σημεία ο συγγραφέας εκθειάζει τον ελληνικό λαό, μνημονεύει ότι ποτέ δεν βρέθηκε κανένας να καταδώσει, να παρέχει πληροφορίες για μέλη της οργάνωσης παρά τις υπέρογκες αμοιβές των επικηρύξεων που κατά κύριο λόγο εκπονούνταν από τη άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Νομίζω ότι εδώ συλλογίζεται εσφαλμένα. Μη ξεχνάμε ότι αυτός ο λαός ψηφίζοντας επί συναπτές δεκαετίας τους ίδιους πολιτικούς που κατέστρεψαν τη χώρα και τις ίδιες τις ζωές των ψηφοφόρων τους, δυστυχώς δεν εμφανίζει τις αρετές που νομίζει ότι υπάρχουν. Πολλοί θα δελεάστηκαν, όμως ο πραγματικός λόγος που δεν υπήρξε καταδότης είναι ένας και μόνος: Κανένας δεν εμπιστευόταν τη διαχείριση των εξωφρενικών ποσών που ακούγονταν και φυσικά κανένας δεν εμπιστευόταν ότι θα έμεναν μυστικά τα στοιχεία του. Ήταν τέτοιο το κύρος της οργάνωσης που οι εθελοντές σύγχρονοι εφιάλτες γνώριζαν εκ των προτέρων ότι αν μιλούσαν θα μέτραγαν ώρες μέχρι να συναντήσουν τον Μάλιο και τον Μπάμπαλη. Η δε σημερινή οικονομική κρίση έχει πολλαπλασιάσει όλα τα αρνητικά στοιχεία αυτού του βασανισμένου λαού. Ο φασισμός και ο ρατσισμός που κάποτε χαρακτήριζε οικτρές μειοψηφίες, σήμερα χαίρει άκρας υγείας, αυτό δεν το δηλώνουν μόνο οι 500.00 ψήφοι στο πιο ναζιστικό “πολιτικό” κόμμα που γνώρισε η νεώτερη ιστορία της Ευρώπης, αλλά και η επίσημη πολιτική γραμμή της φασίζουσας (ή φασιστικής, επιλέξτε εσείς το δόκιμο όρο) συγκυβέρνησης που επέλεξε ξανά ο λαός. Αναντίρρητα στο πρόσωπο της 17Ν ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας τέθηκε άκρως φιλικά προσκείμενο, εκδήλωσε σιωπηλά ή εμπράκτως την αλληλεγγύη του, όμως το ίδιο συνέβη και με τους διαφωνούντες, οι οποίοι κάλυπταν όλο το φάσμα του πολιτικού και όχι μόνο κόσμου, οι μεν γιατί κινδύνευαν και οι ίδιοι, οι δε γιατί ο ένοπλος επαναστατικός αγώνας, το αντάρτικο πόλεων διασάλευε την ταξική ειρήνη την οποία είχε αποδεχτεί ολόκληρη η προοδευτική, ριζοσπαστική, “επαναστατική” πρωτοπορία του κινήματος.
Τρίτον, ο συγγραφέας προσπαθεί να συνδέσει το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ, τον ΔΣΕ (ξαφνιάστηκα πολύ ευχάριστα όταν ανέφερε το δίτομο έπος “Η Νεκρή Μεραρχία” του αντάρτη Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου (Μπελάς), ένα βιβλίο που προσωπικά με στιγμάτισε όταν έπεσε στα χέρια μου και θα παρουσιαστεί από τη στήλη στο μέλλον) και τη δράση της 17Ν, όπως και τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ’21 σε ένα ενιαίο, αδιάλειπτο κοινωνικό επαναστατικό γίγνεσθαι. Παράλληλα, πλήθος αναφορών στον Τσε, στο Κουβανικό αντάρτικο, στους Ζαπατίστας, στους Τουπαμάρος, στον Ίρα, στο Βιετνάμ και σε άλλα ευρωπαϊκά αντάρτικα, παρελαύνουν σε όλο το γραπτό, δηλώνοντας τις εμφανείς επιρροές του και τις θεωρητικές του αναζητήσεις. Όλα όμως αυτά τα κινήματα, οι επαναστατικοί στρατοί, είχαν ως πυρήνα τους τον ίδιο το λαό, ο οποίος άλλοτε αξίωνε την ελευθερία, άλλοτε την δημοκρατία, άλλοτε την εθνική ανεξαρτησία. Είχαν έρεισμα στην κοινωνία, άλλα συνδύαζαν και τον πολιτικό αγώνα με τον στρατιωτικό. Μαζικοποιήθηκαν, δεν απομακρύνθηκαν από το λαό. Ακόμα και οι Τουπαμάρος, που εν συγκρίσει των όσων άλλων αναφέρονται, είναι πιο κοντινά στην δράση του ελληνικού αντάρτικου πόλεων, διαφέρουν παρά σάγκας με τη πορεία της 17Ν. Αν κατά τη γνώμη μου υπάρχει κάτι που συνδέει το ’21, το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ, τον ΔΣΕ και τον αγώνα κατά της χούντας, με το ιδεολογικό υπόβαθρο της 17Ν, τότε αυτό είναι η έλλειψη δικαιοσύνης και ατιμωρισίας των υπαιτίων των δεινών του ελληνικού λαού. Οι επί τουρκοκρατίας κοτζαμπάσηδες και οι προνομιούχοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας αναδύθηκαν στις κυβερνήσεις του νεότευκτου ελληνικού κράτους, οι συνεργάτες των Γερμανών, τα υποζύγια του κατακτητή, οι χίτες, οι ταγματαλήτες και ο πολιτικός εσμός των συνεργατών του φύρερ αμέσως μετά την φυγή των χιτλερικών φρόντισαν να αλλάξουν τα ναζιστικά σύμβολα με αγγλικά χιτώνια και να καταπνίξουν στο αίμα όποιον τόλμησε να πολεμήσει στις γραμμές της αντίστασης. Παρομοίως, οι βασανιστές της επταετίας, οι πολιτικοί συνεργάτες των συνταγματαρχών και όλοι οι ρουφιάνοι και καταδότες, ανταμείφθηκαν μετά των πτώση του καθεστώτος. Έχουμε το προνόμιο να είμαστε η μόνη χώρα στην υφήλιο που μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου η εξουσία της πέρασε στα χέρια των χιτλερικών. Υπό αυτό το πρίσμα, υπό την πλήρη έλλειψη απόδοσης δικαιοσύνης, ουδείς μπορεί να μεμφεί τα γραφόμενα του Κουφοντίνα. Κάτω από οποιαδήποτε άλλη διάσταση, λίγες είναι οι ομοιότητες της συγκεκριμένης κλειστής επαναστατικής ομάδας με την εποποιία της εθνικής αντίστασης και τα υπόλοιπα ένδοξα αντάρτικα.
Εν κατακλείδι, το “Γεννήθηκα 17Ν” είναι ένα εξαίρετο επαναστατικό, αυτοβιογραφικό (και όχι μόνο) λογοτέχνημα, κατανοώ τις αντιδράσεις, καταλαβαίνω και την αβυσσαλέα επίθεση εναντίον του. Ίσως μάλιστα επηρεάσει περισσότερο απ’ότι επηρέασαν όλες οι προκηρύξεις της 17Ν μαζί. Τελικά, τι ήταν και είναι ο Δημήτρης Κουφοντίνας; Τρομοκράτης, εγκληματίας, κλέφτης ή όλα όσα του προσάπτουν; Στη δική μου ματιά είναι ένας επαναστάτης πολιτικός κρατούμενος. Τελεία και παύλα. Ούτε καν “παραστρατημένος” όπως δήλωσε σε συνέντευξή του ο Νίκος Γιαννόπουλος που έχει επιμεληθεί τον πρόλογο (έξοχη η τοποθέτησή του, λιτή και ακριβοδίκαιη). Το βασίλειο της ελευθερίας έχει κοινό προορισμό, μα πολλές αφετηρίες. Η 17Ν χαρτογράφησε ένα αταξίδευτο μονοπάτι, το λάθος δρόμο αν θέλετε, όμως για εκεί βάδιζε. Όσοι συμμετείχαν επ’ουδενί δεν αποτέλεσαν εχθρό του λαού, ο λαός δεν κινδύνευσε ούτε φοβόταν τη δράση της παρά το τραγικό περιστατικό του θανάτου του νεαρού Αξαρλιάν (διαβάστε τι γράφει ο Κουφοντίνας επί του θέματος) στην απόπειρα κατά του υπουργού οικονομικών Παλαιοκρασά. Αφιέρωσαν τη ζωή τους, δεν πλούτισαν, αντιθέτως διαβιούσαν ως παρίες, εγκατέλειψαν οικογένειες και φίλους για να αφοσιωθούν στους κοινωνικούς αγώνες, πίστεψαν ότι μπορούν να αλλάξουν την κοινωνία. “Μα, με τη δράση τους το κράτος πήρε κατασταλτικά μέτρα εναντίον του λαού”, σαν να ακούω να λένε μερικοί. Απαντώ: “Και;”. Δηλαδή και στην κατοχή, με την ίδια λογική, δεν έπρεπε οι αντιστασιακές ομάδες να χτυπούν τους Γερμανούς γιατί μετά θα υπήρχαν (όπως υπήρξαν) αντίποινα. Σαν το παραμύθι με τον γίγαντα που έτρωγε όλες τις σοδειές των χωρικών, αλλά οι δουλοπρεπείς χωρικοί που πέθαιναν της πείνας έλεγαν “δεν πειράζει, δεν πρέπει να κάνουμε τίποτα για να μην τον εξαγριώσουμε”. Προσωπικά, παρόλο που ταυτίζομαι με τις προτροπές του Λένιν στον αδερφό του (ήταν οπαδός του ναροτνικισμού) ότι σκοπός δεν είναι να δολοφονήσουν ένα Τσάρο, αλλά να εξαφανίσουν μια και καλή όλη την Τσαρική οικογένεια, παρότι δεν πιστεύω ότι με επιλεγμένες, ατομικές δολοφονίες ή τοποθέτηση βομβών μπορεί μέσω παραδειγματισμού να επέλθει καμιά σοβαρή αλλαγή, μολονότι διαφωνούσα με πολλές θέσεις και πρακτικές της οργάνωσης, στα μάτια μου αποτέλεσε μία έστω μικρή απειλή για το σύστημα. Θεωρώ κρίμα που γλύτωσε ο Θεοφιλογιαννάκος, ο τρίτος αρχιβασανιστής της παρέας των Μάλλιου και Μπάμπαλη, που στοχοποιήθηκε αλλά δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκε η ενέργεια. Κανένα οίκτος σε όσους συμμετείχαν ή πρωτοστάτησαν σε σφαγές λαών, σε βασανισμούς αγωνιστών. “Ναι, αλλά έριχναν ρουκέτες και στα ΜΑΤ, που είναι παιδιά του λαού”, θα σκέφτονται προφανώς κάποιοι συνδρομητές του “Πρώτου Θέματος”… Κανένα οίκτος και για τους γενίτσαρους, τους οπλισμένους δολοφόνους της κυβέρνησης, αν και στη δική τους περίπτωση, δεν απαιτούνται ρουκέτες, κάποτε θα λύσει ο ίδιος ο λαός οπλισμένος τις διαφορές μαζί τους. Βέβαια, θέλει δουλειά πολλή να διαβεί κανείς την απόσταση από τις λαϊκές πίστες στις λαϊκές συνελεύσεις και από εκεί στη δράση.
Κλείνω με τη τελευταία φράση του προλογήσαντα το βιβλίο, Νίκου Γιαννόπουλου:
“Οι κοινωνικοί αγώνες δεν είναι ούτε νόμιμοι ούτε παράνομοι, είναι δίκαιοι”.