Οι Soulfly είναι το πνευματικό παιδί του Max Cavalera αλλά είναι και το συγκρότημα που αυτός έχει τη μεγαλύτερη δισκογραφική παρουσία. Το άλλοτε νέο συγκρότημα μετά τη φυγή του από τους Sepultura, έχει γίνει το βασικό του όχημα στις μουσικές του ανησυχίες. Δεν έχει κάποιο νόημα να ξαναειπωθούν εδώ οι λόγοι που ο Max εγκατέλειψε τους Sepultura παρά μόνο να δούμε τη σύνδεση με την εποχή εκείνη. Η κυκλοφορία του “Roots” το 1996 είχε διχάσει εξαιρετικά τους οπαδούς καθώς παρουσίαζε ένα πολύ εναλλακτικό πρόσωπο με έντονα tribal στοιχεία που οι οπαδοί φάνηκε πως δεν ήταν έτοιμοι να δεχτούν. Για τον γράφοντα δεν παίζει τόσο μεγάλο ρόλο η ηχητική κατεύθυνση αλλά το γεγονός ότι ο δίσκος δεν βρίσκεται συνολικά σε υψηλό συνθετικό επίπεδο. Βέβαια η επίδραση του ήταν τεράστια, κάτι που πιθανώς να μην γνώριζαν τότε ούτε οι ίδιοι του οι δημιουργοί. Η αναφορά στον ήχο δεν είναι τυχαία, καθώς ο Μax με τη δημιουργία των Soulfly, θα προσπαθήσει τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια να κινηθεί σε αντίστοιχα μονοπάτια.
Οι Soulfly δημιουργήθηκαν επίσημα το 1997. Το όνομα προήλθε από τους στίχους του τραγουδιού “Ηeadup” των Deftones, όπου ο Max κάνει guest φωνητικά. Η αρχική ιδέα της γέννησης του συγκροτήματος, ήταν να συνδυαστούν ήχοι και πνευματικές πεποιθήσεις διαφόρων περιοχών του κόσμου. Η ανάγκη λοιπόν για πειραματισμό είναι ξεκάθαρη και ο Max φαίνεται έτοιμος να γράψει μουσική χωρίς να ακολουθήσει μουσικές νόρμες. Η μόδα βέβαια του τρένου της εποχής είναι το Nu Metal, κάτι από το οποίο δεν παρεκκλίνει και το ομώνυμο άλμπουμ που κυκλοφορεί τελικά την επόμενη χρονιά. Ο τύπος και οι οπαδοί την εποχή εκείνη αδημονούσαν για το επόμενο βήμα του Max και οι συγκρίσεις με τους Sepultura έχουν την επίσημη αφετηρία τους και συνεχίζουν εξασθενημένες μέχρι τις μέρες μας. Οι κριτικές δεν είναι διθυραμβικές αλλά το “Soulfly” είναι κυρίως μια δήλωση από τον Max ότι υπάρχει ζωή μετά τους Sepultura. Πολλές guest συμμετοχές, παραδοσιακά όργανα, πειραματισμός και ένας nu metal πυρήνας, όρισαν το ξεκίνημα των Soulfly. Tα 15 τραγούδια του δίσκου αποδείχτηκαν πολλά και τα fillers ήταν αναπόφευκτα. Παρόλα αυτά, δεν έλειψαν τα instant classics, όπως το “Eye fon an eye” και το “The song remains insane”. Επίσης, το nu metal ήταν στα πάνω του εκείνη την περίοδο και όσο και αν ξενέρωσαν οι παλιοί οπαδοί, κατέφθασαν πολλοί νέοι. Ο άσος στο μανίκι όμως (και) εκείνη την περίοδο, ήταν οι ζωντανές εμφανίσεις. Για να γεμίσει το setlist ακούγονταν πολλά τραγούδια Sepultura που ήταν πόλος έλξης των παλιών οπαδών ενώ δεν έλειπαν και οι νεότεροι που εκτιμούσαν τη μουσική των Soulfly. Τελικός κερδισμένος το ίδιο το συγκρότημα που μπορούσε να παίξει στα μεγάλα φεστιβάλ της εποχής και να τους κερδίσει όλους με τις εκρηκτικές ζωντανές εμφανίσεις του.
Το “Primitive” κυκλοφορεί 2 χρόνια μετά και παρόλο που δεν έχει απολέσει τον nu metal μανδύα του, κάνει εμφανές άνοιγμα στο Groove Metal, έναν ήχο που θα γίνει σήμα κατατεθέν για τους Soulfly. Το βασικότερο όμως είναι ότι βελτιώθηκαν σαφώς στον τομέα της σύνθεσης, βρίσκοντας τα πατήματα τους και δείχνοντας που θέλουν να πάνε τον ήχο τους. Ήταν επίσης πολύ σωστή η κίνηση να μειώσουν τα τραγούδια και τη συνολική διάρκεια σε σχέση με το ντεμπούτο του, δίνοντας βάρος και στην αμεσότητα. Έχουμε και αυτή τη φορά σπουδαίες guest συμμετοχές και συνθέσεις όπως το “Back to the Primitive” και το “Jumpdafuckup” που δείχνουν ότι ο Μax έχει να δώσει ακόμη πολλά. Πλέον περισσότερος κόσμος συρρέει στις συναυλίες για να ακούσει υλικό των Soulfly και φαίνεται πως το σχήμα του Max έχει παρόν αλλά κυρίως μέλλον.
Το “3” έρχεται να επισφραγίσει ιδανικά την πρώτη περίοδο των Soulfly. Λέω την πρώτη περίοδο, γιατί από τον επόμενο δίσκο θα αρχίσουν οι λοξές ματιές προς το παρελθόν. Τα “Downstroy” και “Seek ‘n’ Strike” δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο οι Soulfly τελειοποίησαν τον ήχο που πρέσβευαν και αποτέλεσαν σημαντικά όπλα στη φαρέτρα τους. Το συγκρότημα συνεχίζει να έχει ξεκάθαρο πλάνο με δίσκο – περιοδεία και πάλι από την αρχή και οι μετοχές τους συνεχώς αυξάνονται. Πλέον οι Soulfly αντιμετωπίζονται σαν ένα κανονικό συγκρότημα και όχι η αναγκαία ενασχόληση του Max με τη μουσική ως αναπόφευκτο συνεπακόλουθο της φυγής του από τους Sepultura.